Πολλές φορές σου έδινε την εντύπωση στην τελευταία του σεζόν με την κόκκινη φανέλα ότι δεν χαιρόταν όσο παλιότερα κι αυτό σχετιζόταν με δυο πράγματα: το πρώτο είχε να κάνει με την ομάδα που δεν μπορούσε να τον διευκολύνει για να κάνει ό,τι θα θελε στα λεπτά της συμμετοχής του.
Το δεύτερο είναι πιο απλό: για τον Σλούκα ήταν κομμάτι βαρύ να βλέπει πως υπήρχε στην ομάδα κάποιος πιο σημαντικός από εκείνον (Βεζένκοφ).
Αυτό ήταν ένα παράξενο βάρος, δύσκολα διαχειρίσιμο: δεν είναι εύκολο για ένα παίκτη μαθημένο σταρ να γίνει συμπληρωματικός, κάτι σαν ρολίστας και να βλέπει να παίζουν περισσότερο Κάνααν, Ουόκαπ και ΜακΚίσικ .
Για ένα πρωταγωνιστή σαν τον Κώστα η διαδικασία μιας τέτοιας μετάλλαξης ήταν σχεδόν αδύνατη.
Όταν θύμωνε τον συμπονούσαμε, στα 33 του έδειχνε ότι δεν είχε χορτάσει ακόμα το μπάσκετ: είναι σχεδόν απίστευτο αν σκεφτείς τι είχε περάσει, πόσα είχε ζήσει: όχι μόνο τίτλους, παιχνίδια, διακρίσεις, αλλά και τραυματισμούς, εγχειρήσεις και πόνους. Ευτυχώς έδειξε την κάψα του για την ηγεσία στη σωστή ομάδα.