Οινομαγειρείο «Το Τριφύλλι»: Το ιστορικό μαγαζί έξω από την Λεωφόρο
Όσοι έχετε περπατήσει έστω και μία φορά γύρω από το ιστορικό γήπεδο του Παναθηναϊκού επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, θα έχετε πετύχει πίσω από την είσοδο της θύρας 13 μια πράσινη φωτισμένη ταμπέλα με την επωνυμία «Οινομαγειρείον» ανάμεσα σε δυο τριφύλλια και πάνω από μια σιδερένια εξώπορτα σαν εκείνες που κάποτε είχε κάθε σπίτι στην Αθήνα. Πρόκειται για το οινομαγειρείο «Το Τριφύλλι», μία από τις τελευταίες παραδοσιακές κρασοταβέρνες της Αθήνας.
Η ώρα είναι 6 το απόγευμα και γύρω από αυτό έχει αρχίσει ήδη να μαζεύεται κόσμος. Όχι δεν πρόκειται για οπαδούς που έχουν φτάσει ως εκεί για να παρακολουθήσουν το επόμενο εντός έδρας παιχνίδι του Παναθηναϊκού, αλλά για μόνιμους θαμώνες του μαγαζιού που περιμένουν πώς και πώς να φάνε.
Με το που περνάμε την είσοδο του οινομαγειρείου, οι μυρωδιές από την κουζίνα μάς σπάνε τη μύτη. Τα τραπέζια έχουν αρχίσει να γεμίζουν. Οι πελάτες του είναι κάθε λογής. Από πιτσιρικάδες και νεαρά ζευγάρια, μέχρι παρέες ηλικιωμένων, μόνιμοι πια, που περνούν κάθε βδομάδα το κατώφλι του οινομαγειρείου για να πιουν το κρασάκι τους και να φάνε τους εξαιρετικούς μεζέδες που προσφέρει.
Η ιστορία ενός μαγαζιού που κρατάει από το 1960
Η ιστορία του κρατάει από πολύ παλιά. Όπως εξηγεί ο ιδιοκτήτης του Γιώργος Βερέμης, το μαγαζί δημιουργήθηκε την δεκαετία του 1960 και δούλευε κυρίως πουλώντας κρασί απ’ την πατρίδα του, την Αρκαδία, από σπίτι σε σπίτι στους ντόπιους για τα οικογενειακά τραπέζια το μεσημέρι.
Η αίσθηση που σου αφήνει ο χώρος είναι λες και βρίσκεσαι πίσω σ’ εκείνη την εποχή. Οι ξεθωριασμένες ψάθινες καρέκλες, τα ξύλινα βαρέλια με το κρασί, οι σιδερένιες πόρτες, οι λάμπες στο κατώφλι. Τίποτα, ωστόσο, γύρω του δεν έχει μείνει ίδιο με τότε.
«Παλιά ήταν μια πολύ υποβαθμισμένη περιοχή εκεί γύρω. Απέναντι ήταν οι φυλακές Αβέρωφ και εκεί που είναι σήμερα το βενζινάδικο ήταν χώρος εναπόθεσης των φορτηγών του δήμου. Εκεί που είναι σήμερα η παιδική χαρά ήταν η προσφυγική παραγκούπολη, τα Κουντουριώτικα» θυμάται ο κ. Βέρεμης, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση του μαγαζιού λίγο πριν το θάνατο του ξαδέρφου του, του κ. Γιώργου, του ανθρώπου που είχε ταυτιστεί όσο κανείς άλλο με το μαγαζί και αγαπούσαν οι θαμώνες του. «Γύριζε από τραπέζι σε τραπέζι και έκανε πλάκα με όλες. Έκανε κονσομανσίον, όπως έλεγε εκείνος γελώντας πάντα».
«Πολλοί Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί έρχονταν και έπιναν τα κρασάκια τους μαζί πριν το ντέρμπι»
Μπαίνοντας στον εσωτερικό χώρο του οινομαγειρείου, το μάτι μου έπεσε κατευθείαν πάνω στις φανέλες και τις αφίσες του Παναθηναϊκού που κοσμούν τον πράσινο τοίχο του. Η ιστορία του μαγαζιού, μπορεί να πει κανείς, πήγαινε πλάι – πλάι μ’ εκείνη των πρασίνων. Κι αν ακόμη η ομάδα έχει αλλάξει έδρα, κανείς εκεί μέσα δεν πρόκειται να ξεχάσει τις ένδοξες μέρες που γνώρισε πριν και μετά τους αγώνες αυτός ο χώρος.
«Παλιά ψήναμε σουβλάκια κατά τη διάρκεια των αγώνων του Παναθηναϊκού. Τότε που επιτρέπονταν στους αγώνες πρωταθλήματος να έρχονται φίλαθλοι και από τις δύο ομάδες, πολλοί Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί έφταναν πριν από τα ντέρμπι, έπιναν τα κρασάκια τους και πείραζαν ο ένας τον άλλο για τον αγώνα. Το είχαν ως παράδοση. Πάνε αυτά όμως σήμερα» συμπληρώνει.
Ο ίδιος μπορεί να μην δουλεύει στο μαγαζί από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του, ωστόσο, δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ τα μεγάλα ματς που συνέβαιναν την ίδια ώρα που εκείνος ετοίμαζε τους μεζέδες και σέρβιρε τους πελάτες. «Υπήρχε μαύρη αγορά με τα εισιτήρια ακόμη και για τα παιχνίδια με τους μικρούς. Ήταν ο ένας πάνω στον άλλο. Και γύρω γύρω από τα κάγκελα με 50 δραχμές. Έκλειναν δυο τρεις μέρες πριν οι δρόμοι. Είχαμε συνηθίσει την βοή από το γήπεδο. Ακούγαμε τα γκολ πριν καν μπουν» λέει γελώντας και με προσκαλεί να μπω στην κουζίνα του μαγαζιού.
Από τη μία πλευρά ο ίδιος ετοιμάζει τα τηγάνια και τις κατσαρόλες με τα φαγητά και από την άλλη η γυναίκα του ετοιμάζει τα πιάτα και βάζει το κρασί στις τσίγκινες κανάτες για τα τραπέζια. Το μενού είναι εδώ και χρόνια ίδιο και απαράλαχτο. Κεφτεδάκια, ντολμαδάκια, μπακαλιάρος σκορδαλιά, συκωτάκια και από ‘κει και πέρα, σαλάτα, φέτα και πατάτες τηγανιτές. Κι αν αποφασίσει να τα φάει κανείς όλα αυτά μαζί δεν πρόκειται να χαλάσει περισσότερα από 30 ευρώ.
Μπορεί τα χρόνια να έχουν περάσει, ωστόσο, το «Τριφύλλι» παραμένει ακόμη στέκι. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα ο συγκεκριμένος χώρος έχει πέσει στα ραντάρ διάφορων τουριστών που φτάνουν ως εκεί για να φάνε, να πιούνε και να θαυμάσουν τον χώρο. Οι περισσότεροι σηκώνουν το κινητό και τραβούν φωτογραφίες. Σίγουρα δεν θα έχουν δει ποτέ κάτι σαν κι αυτό στον τόπο τους.
Πηγή: Gazzetta