Μπακασέτας: «Αυτό που έγινε ήταν λάθος…»

Ο αρχηγός της εθνικής Ελλάδος και σταρ του Παναθηναϊκού, Τάσος Μπακασέτας παραδέχθηκε πως έκανε λάθος που τσακώθηκε με τον Τάισον στην Τούμπα.

Metrosport: «Απαράδεκτος ο θεατρίνος Μπακασέτας»

Ο Τάσος Μπακασέτας δεν κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλό του και σε δηλώσεις που πραγματοποίησε στην «Καθημερινή» παραδέχθηκε το λάθος που έκανε στην περίπτωση με τον Τάισον στο ματς του Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα.

Αναλυτικά όσα ανέφερε:

Το καλοκαίρι συμπληρώνονται 20 χρόνια από την κατάκτηση του Euro στην Πορτογαλία. Πώς το είχες ζήσει; Τι θυμάσαι;

«Ήμουν 11 ετών. Είχαμε δει τα πρώτα παιχνίδια με τον ξάδερφό μου στο σπίτι του. Μάλιστα, σε ένα από αυτά ήταν τα γενέθλιά του και θυμάμαι πώς πανηγυρίζαμε. Στον τελικό είχαμε πάει μαζί και με άλλους φίλους από την Αθήνα στο καφενείο του χωριού. Ήμασταν όλοι εκεί, είχαμε στηθεί και βλέπαμε το παιχνίδι. Ήμουν πολύ σίγουρος ότι θα κερδίσουμε».

Θα γελούσες αν σου ψιθύριζαν τότε στο αυτί ότι μια μέρα θα γινόσουν εσύ ο αρχηγός της Εθνικής;

«Εντάξει, δεν το φαντάζεσαι αυτό το πράγμα».

Πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με το ποδόσφαιρο;

«Είπα ότι θα γίνω ποδοσφαιριστής όταν ήμουν επτά χρονών. Το πίστευα. Το έλεγα συνέχεια. Δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο. Ήμουν νορμάλ μαθητής, αλλά δεν τα πήγαινα και τόσο καλά με το διάβασμα. Όταν ήμουν στην Τετάρτη Δημοτικού, γράφαμε «Σκέφτομαι και γράφω» και η δασκάλα μάς έβαλε για θέμα «Τι θέλετε να γίνετε όταν μεγαλώσετε». Μας είπε μετά ότι, από τα 12 αγόρια, οι 10 γράψαμε ότι θέλαμε να γίνουμε ποδοσφαιριστές. «Το καλύτερο “Σκέφτομαι και γράφω” ήταν του Τάσου», είπε. Και όμως, δεν ήμουν ο καλύτερος μαθητής, υπήρχαν παιδιά που ήταν καλύτερα. Ήταν όμως κάτι που έγραψα με την καρδιά μου».

Πώς ήσουν ως παιδί; Πώς μεγάλωσες;

«Μεγάλωσα στο Πετρί Κορινθίας, ένα χωριό που έχει 300 κατοίκους. Είναι επαρχία κανονική. Μόλις ακούω κάποιους να λένε «μένω σε επαρχία» και το μέρος τους έχει 15.000 κατοίκους, τους λέω: «Δηλαδή, εγώ πού μένω;». Έχω τρία αδέρφια – μία αδερφή και δύο αδερφούς, όλοι πολύ μεγαλύτεροι από μένα, η αδερφή μου με περνά 12 χρόνια, οι άλλοι 10 και 8. Όπως καταλαβαίνεις, έγινα από τύχη. Είναι πολύ ωραίο να έχεις μεγαλύτερα αδέρφια, νιώθεις ότι σε προστατεύουν, ότι έχεις και ανθρώπους που μπορείς να τους πεις ό,τι σε απασχολεί. Κατά τα άλλα, θυμάμαι τον εαυτό μου συνεχώς με μια μπάλα στα πόδια όλη την ώρα. Με τον ξάδερφό μου περνούσαμε σχεδόν όλο τον καιρό μαζί έξω. Ήταν μια πολύ ήρεμη ζωή. Δεν υπήρχαν τότε υπολογιστές, κινητά. Παίζαμε μπάλα στην πλατεία, κρυφτό, το καλοκαίρι ήμασταν από το πρωί μέχρι το βράδυ έξω. Είχα πολύ αθώα παιδικά χρόνια».

Τα πρώτα χρόνια σού έλειπε το να βγαίνεις, να πίνεις ή να πηγαίνεις εκδρομές, όσα τέλος πάντων στερείται ένας αθλητής;

«Όταν ήμουν ακόμη στο χωριό, είχαμε πάει με το σχολείο μια τετραήμερη εκδρομή στα Γιάννενα, πήγα για δύο μέρες και γύρισα με λεωφορείο να παίξω αγώνα, γιατί είχαμε ντέρμπι [σ.σ.: αγωνιζόταν τότε στη Θύελλα Πετρίου]. Σίγουρα χάνεις πράγματα. Εκείνη τη μέρα το είχα καταλάβει ότι δεν μπορώ να κάνω τα ίδια πράγματα όπως οι υπόλοιποι. Στην Τρίπολη αργότερα είχα έναν στόχο. Και όσο πιο αργά τα μάθεις τα ξενύχτια, τόσο το καλύτερο. Στην αρχή δεν με ενδιέφερε καθόλου αν θα βγω. Πιο μετά ήταν δύσκολο. Δεν λέω ότι ήμουν και το καλύτερο παιδί όλα τα χρόνια. Κάποια στιγμή «το ’χασα» σε αυτό το κομμάτι. Θεωρώ ότι παίζει ρόλο λίγο η ηλικία, η πίεση, εύκολα ξεφεύγεις σε αυτά τα πράγματα. Είναι και αν σου αρέσει. Εμένα μου άρεσε κι ακόμη μου αρέσει κάποιες φορές. Δεν θα βγω μεσοβδόμαδα, αλλά εάν έχουμε ένα παιχνίδι την εβδομάδα και κερδίσουμε, τότε θα βγω μια βόλτα».



Είσαι ένας από τους λίγους ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα που έχει μιλήσει ανοιχτά για την κατάθλιψη. Έχεις αναφερθεί μάλιστα συγκεκριμένα για ένα παιχνίδι από τον καιρό που έπαιζες στον Πανιώνιο.

«Είχαμε ένα σημαντικό παιχνίδι, αντιμετωπίζαμε την Ξάνθη για να μπούμε στα play off. Κερδίσαμε 3-0, έβαλα τρία γκολ και ξύπνησα το επόμενο πρωί και είχα ένα βάρος. Ήμουν 21-22 χρονών, πολύ μικρός για να καταλάβω ακριβώς τι συνέβαινε μέσα μου, καταλάβαινα όμως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, δεν είχα όρεξη ούτε ήθελα να βγω με φίλους έξω για καφέ, να κάνω κάτι. Προτιμούσα να κάθομαι σπίτι. Έπειτα ήρθε η μεταγραφή μου στην ΑΕΚ. Δεν ήμουν σε κατάσταση να διαχειριστώ όλο αυτόν τον θόρυβο γύρω από τη μεταγραφή μου και τις απαιτήσεις που υπήρχαν, και σε συνδυασμό με το ότι ήδη υπήρχαν κάποια θέματα μέσα μου από πριν, εκεί στην ΑΕΚ έφτασα σε ένα σημείο που δεν πήγαινε άλλο. Το είχα καταλάβει. Και αγωνιστικά δεν είχα καμία σχέση με τον παίκτη που είχα συνηθίσει να είμαι, ούτε εγώ ούτε ο κόσμος.

«Κερδίσαμε 3-0, έβαλα τρία γκολ και ξύπνησα το επόμενο πρωί και είχα ένα βάρος. Ήμουν 21-22 χρονών, πολύ μικρός για να καταλάβω ακριβώς τι συνέβαινε μέσα μου».

Το συζητούσες με τους δικούς σου;

«Είμαι πολύ εσωστρεφής, τα μισά έλεγα, και αν. Συνήθως τα κρατάω για μένα, θέλω να τα λύνω τα πράγματα μόνος μου. Αλλά δεν είχα καταλάβει κι εγώ τι μου συνέβαινε για να μπορέσω να ανοιχτώ. Δεν ήμουν σε εκείνη την ηλικία τόσο ώριμος συναισθηματικά για να καταλάβω».

Οπότε αποφάσισες ότι έπρεπε να μιλήσεις σε κάποιον ειδικό;

«Ναι. Δεν πήγαινε άλλο. Τότε με είχε βοηθήσει ο Γιώργος Τζαβέλλας, με τον οποίο είμαστε πολύ καλοί φίλοι. Μου είχε προτείνει μια ψυχολόγο και ήρθα σε επαφή. Ήταν όμως πολύ δύσκολο το κομμάτι στην αρχή, γιατί ξεκινάς να συνειδητοποιείς τι ακριβώς είναι αυτό που σε ενοχλεί. Θέλει χρόνο, δεν είναι κάτι απλό, είναι και θέμα χαρακτήρα και τι έχει ο καθένας στο κεφάλι του, πώς αναλύει τα πράγματα και τις καταστάσεις. Δεν είναι για όλους το ίδιο. Εμένα μου πήρε έναν χρόνο και κάτι. Αλλά εντελώς καλά μέσα μου ένιωσα ένα εξάμηνο μετά τη μεταγραφή μου στην Τουρκία».

Τι σε έκανε να μιλήσεις δημόσια για την κατάθλιψη και την ψυχική υγεία; Έλαβες μηνύματα από ανθρώπους που σου είπαν ότι τους βοήθησες;

«Ναι, και μάλιστα με χαροποίησαν ιδιαίτερα. Γιατί το έκανα; Για να βοηθήσω κόσμο, γιατί θεωρώ πως όταν βιώνεις μια τέτοια κατάσταση και κάποιος κοντινός σου άνθρωπος που τον θαυμάζεις σου λέει πως έχει περάσει κάτι τέτοιο, αυτόματα κι εσύ αρχίζεις και νιώθεις καλύτερα. Όταν συζητούσα στις αρχές και κάποιοι μου έλεγαν «κι εγώ το είχα αυτό», έλεγα πως είναι κάτι που συμβαίνει, πως δεν το έχω πάθει μόνο εγώ, πως δεν είναι θέμα αδυναμίας ή οτιδήποτε άλλο. Θεωρώ ότι με αυτόν τον τρόπο βοήθησα πολλούς ανθρώπους να καταλάβουν ότι προφανώς και δεν είναι μόνοι τους. Ότι υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε δύσκολες καταστάσεις, και ας φαίνεται η μεγάλη εικόνα όπως ανέφερες πριν. Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τα βιώματα του καθενός και με το τι μπορεί να αντέξει. Το σημαντικό είναι ότι και εγώ το αποδέχθηκα. Είμαι εντάξει, γιατί στην αρχή κι εγώ φοβόμουν να μιλήσω, ντρεπόμουν, δεν το έλεγα, το ήξεραν πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι, ύστερα το αποδέχθηκα και ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να το μοιραστώ».

Η εικόνα που έχει η κοινωνία για τους ποδοσφαιριστές, ότι βγάζουν πολλά λεφτά και ζουν το όνειρό τους, είναι εύκολο να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι δεν χρειάζεστε τίποτα.

«Όταν ένας αθλητής αφιερώνεται σε αυτό που κάνει και έχει φιλοδοξίες, είναι απαραίτητο να έχει κάποιον άνθρωπο για να μπορέσει να τον κατευθύνει, να τον χαλαρώνει, να μοιράζεται μαζί του συγκεκριμένα πράγματα. Πλέον έχουν στραφεί πάρα πολλοί στο θέμα της διατροφής. Το έχω περάσει κι εγώ, δεν λέω, είναι όλα σημαντικά, δεν είναι το παν όμως για να μπορείς να κάνεις πρωταθλητισμό. Δεν μπορώ να ακούω να λένε «είσαι αυτό που τρως», αυτά πλέον με τρελαίνουν. Δεν λέω ότι ως αθλητής πρέπει να τρως ό,τι να ’ναι, σίγουρα πρέπει να έχεις μια ισορροπημένη διατροφή, αλλά δεν μπορώ να ακούω τέτοια. Για μένα το πιο σημαντικό είναι το μυαλό να είναι καθαρό, να δουλεύεις σε αυτό που κάνεις, να εξασκείσαι, να προσπαθείς να γίνεσαι καλύτερος, να βελτιώνεσαι. Και μετά πάνε όλα τα υπόλοιπα. Και ο ύπνος είναι σημαντικός, να ξεκουραζόμαστε σωστές ώρες. Στην Ελλάδα νομίζω ότι τα τελευταία ενάμισι-δύο χρόνια η κατάσταση έχει αλλάξει. Πολλοί αθλητές μιλούν πια με κάποιον ειδικό. Όταν κάνεις πρωταθλητισμό, έχεις να διαχειριστείς πολλά συναισθήματα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Χρειάζεται δουλειά με τον εαυτό σου».

Πώς αποφάσισες να πας στην Τουρκία;

«Ήταν μονόδρομος η αποχώρησή μου από την ΑΕΚ. Και με την αλλαγή προπονητή που είχε γίνει, και με τον παίκτη που είχε έρθει στη θέση μου. Πάλι θα αγωνιζόμουν, είτε δεξιά είτε αριστερά, θεωρώ όμως πως ό,τι ήταν να κάνω στην ΑΕΚ το είχα κάνει και με το παραπάνω. Παρουσιάστηκε αυτή η ευκαιρία, ο προπονητής της Αλάνιασπορ με ήθελε για τη θέση που μου άρεσε να παίζω κι έτσι πήγα. Η προσαρμογή ήταν πολύ εύκολη, γιατί ήταν ήδη εκεί ο Τζαβέλλας, οπότε δεν χρειάστηκε να ψάχνω δεξιά ή αριστερά για σπίτια. Με τον ρυθμό των αγώνων δυσκολεύτηκα στην αρχή, γιατί είναι πιο γρήγορος στο πρωτάθλημα της Τουρκίας από ό,τι στο δικό μας».

Και λες ότι εκεί βρήκες τον εαυτό σου;

«Όταν ξέσπασε ο κορωνοϊός, κάθισα 10-12 μέρες λόγω καραντίνας στο σπίτι χωρίς να κάνω τίποτα. Ξεκουράστηκα, «βγήκα» από τον χώρο του ποδοσφαίρου, έβαλα τον εαυτό μου να σκεφτεί τι έχω καταφέρει μέχρι εκείνο το σημείο. Είχε βγει τότε και το ντοκιμαντέρ του Μάικλ Τζόρνταν, που ήταν ασύλληπτο, και με βοήθησε πολύ».

Σε ενέπνευσε;

«Πάρα πολύ. Είναι βασιλιάς από άποψη mentality. Και ο Κόμπε Μπράιαντ, αλλά νομίζω αυτός ήταν ο πρώτος. Όλα αυτά που έκανε, για μένα, είναι υπεράνθρωπα».

Ήταν όμως σκληρός με τον εαυτό του ο Τζόρνταν.

«Για όλα. Έλεγχε τα συναισθήματά του. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είσαι σκληρός με τον εαυτό σου. Μέχρι ένα σημείο, όχι άδικος, αλλά σκληρός, για να βελτιώνεσαι».

Δύο χρόνια αργότερα πήρες μεταγραφή στην Τραμπζονσπόρ. Πες μου για την πόλη της Τραπεζούντας.

«Η πόλη ζει και αναπνέει για την ομάδα. Είναι ένα εκατομμύριο και το 95% υποστηρίζει την Τραμπζονσπόρ. Δεν έχεις προσωπική ζωή. Δεν μπορείς να βγεις έξω, σε σταματούν για φωτογραφίες – αυτό δεν είναι άσχημο, απλώς κάποιες φορές θέλεις να «ξεφεύγεις». Ο κόσμος ζούσε για την ομάδα, ήταν πολύ παθιασμένος, πάρα πολύ συναισθηματικός στα πάντα, ήταν ή του ύψους ή του βάθους. Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις από εκεί. Κερδίσαμε και το πρωτάθλημα μετά από 38 χρόνια».

Πώς ήταν η πόλη μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος;

«Δεν μπορείς να το καταλάβεις, ό,τι και να σου πω είναι λίγο. Ήταν μια πόλη στον αέρα. Είμαι σίγουρος ότι αρκετοί δεν κοιμήθηκαν ακόμα και για δέκα μέρες από τη χαρά τους – μπορεί να λέω και λίγες. Οι άνθρωποι ζουν ό,τι κάνουν πολύ έντονα. Είτε μισούν είτε αγαπούν, το κάνουν με την ψυχή τους. Όπου και να έβγαινες έξω, είχε ουρές. Ερχόταν ακόμη και από τη Γερμανία κόσμος. Ήταν και η φιέστα μοναδική».

Ένιωσες ποτέ περίεργα εξαιτίας της έντασης στα Ελληνοτουρκικά;

«Έχω μόνο τα καλύτερα να λέω για την Τουρκία. Με αγάπησαν, με στήριξαν. Κέρδισα αρκετά χρήματα, δεν αντιμετώπισα ποτέ κανένα θέμα και ίσα ίσα πήρα τρομερή αγάπη. Δηλαδή και στην Κωνσταντινούπολη που είχα πάει κάποιες φορές ίσως να άκουγα κάτι, διάσπαρτα, αλλά όχι, έχω να λέω μόνο τα καλύτερα.

«Έχω μόνο τα καλύτερα να λέω για την Τουρκία. Κέρδισα αρκετά χρήματα, δεν αντιμετώπισα ποτέ κανένα θέμα και ίσα ίσα πήρα τρομερή αγάπη».

Και πριν από λίγο καιρό ήρθε ο Παναθηναϊκός. Τι σε έκανε να αποφασίσεις να γυρίσεις πίσω;

«Όλα αυτά έγιναν αστραπιαία. Δεν το περίμενα. Με έπιασαν εντελώς απροετοίμαστο και έπρεπε πάλι να σκεφτώ πάρα πολλά πράγματα μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αλλά όταν μια ομάδα όπως ο Παναθηναϊκός σού δείχνει τόσο έμπρακτα την εμπιστοσύνη της και κατευθείαν θέλει να ικανοποιήσει όλες σου τις προσδοκίες και τις ανάγκες, είναι πολύ κολακευτικό για οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή. Είναι πολύ ωραίο να πηγαίνεις σε μια ομάδα που πραγματικά σε θέλει και σ’ το δείχνει. Άλλο τα λόγια και άλλο να προχωράς στην πράξη».

Πώς ήταν το ελληνικό πρωτάθλημα που άφησες και πώς το βρήκες τώρα που επέστρεψες;

«Να σου πω την αλήθεια, δεν έχει και τρελές διαφορές».

Σε ποιο επίπεδο;

«Σε όλο αυτό που υπάρχει, το γύρω γύρω. Γίνεται πολλή κουβέντα για τη διαιτησία, κάνουμε το παραμικρό εκατό φορές πιο μεγάλο».

Πόσο δύσκολο είναι να μην ακούς όσα λέγονται; Ας πούμε μετά το παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ και τον καβγά σου με τον Τάισον, τι έλεγε ο κόσμος και πώς το διαχειρίστηκες;

«Το θέμα είναι εσύ τι πιστεύεις, τώρα ο κόσμος μπορεί να λέει το μακρύ και το κοντό του. Έγινε ένας τσακωμός τεράστιο θέμα, δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που δύο παίκτες μαλώνουν σε ένα παιχνίδι. Εντάξει, ήταν λάθος, το παραδεχθήκαμε και οι δύο, αυτό είναι το σημαντικό της υπόθεσης. Έληξε».

Πού αποδίδεις την τοξικότητα και τον φανατισμό που υπάρχει στην Ελλάδα; Τι πρέπει να γίνει για να αλλάξει;

«Ο καθένας οφείλει να δουλέψει με τον εαυτό του και να λύσει ό,τι χρειάζεται. Γιατί θεωρώ ότι τον αθλητισμό και το γήπεδο το βλέπουμε πιο πολύ σαν ξέσπασμα. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος μπορεί στο τρίτο λεπτό να βρίζει αισχρά. Αυτό δείχνει ότι κάτι κουβαλάει μέσα του και αυτός είναι ο τρόπος που ξεσπά. Το έχει συνηθίσει. Δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα στο εξωτερικό, αλλά όλες οι χώρες έχουν περάσει από τέτοιες καταστάσεις. Λέμε για την Αγγλία ότι τώρα είναι όλα καλά, όμως παλιότερα εκεί σκοτώνονταν κάθε μέρα. Θεωρώ ότι τα καινούργια μέτρα που επέβαλε και ο υπουργός Αθλητισμού, ο κύριος Βρούτσης, είναι μια καλή αρχή, το να υπάρχουν τόσο αυστηρά μέτρα, να τιμωρούνται οι ομάδες. Πέφτει μια φωτοβολίδα; Τιμωρία. Θα υπάρχει και η ταυτοποίηση των φιλάθλων μέσα από το gov, με τις κάρτες κ.λπ., και θεωρώ ότι θα είναι πιο εύκολο και για την κυβέρνηση και για τον αθλητισμό. Όλο αυτό θα βγάζει έξω αυτούς που επανειλημμένα δημιουργούν προβλήματα ή τοξικές καταστάσεις, δεν θα μπορούν να μπαίνουν στα γήπεδα, να παρακολουθήσουν αγώνες και θα μπορούν να τους κυνηγήσουν και ποινικά. Έπειτα χρειάζονται πολλά πράγματα. Και σε επίπεδο κοινωνίας και επένδυσης στον αθλητισμό. Πρέπει να κάνουμε τον κόσμο να θέλει να έρθει στο γήπεδο. Έχουμε γήπεδα στην Ελλάδα στα οποία δεν πάει ο κόσμος με την καρδιά του».

Πώς βλέπεις το υπόλοιπο του πρωταθλήματος;

«Μου αρέσει που είναι έτσι αμφίρροπο το πρωτάθλημα. Και ο Ολυμπιακός τώρα παρουσιάζει ένα διαφορετικό πρόσωπο σε σχέση με το πώς ήταν πριν από δύο και τρεις εβδομάδες και θεωρώ ότι στα play offs θα γίνουν σοβαρές μάχες ανάμεσα στις ομάδες, όλες οι ομάδες είναι καλές. Και η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ έχουν καλή ομάδα, και εμείς είμαστε πολύ καλή ομάδα. Θα έχουμε ωραία ντέρμπι σε αυτό το μίνι πρωτάθλημα».

Πόσο μεγάλο όνειρο είναι να πάμε στο Euro;

«H Ελλάδα έχει ανάγκη να δει την εθνική μας ομάδα σε μεγάλη διοργάνωση μετά από χρόνια. Περάσαμε πάρα πολλά εμείς οι παίκτες, πολλές απογοητεύσεις, και τώρα είναι η ευκαιρία μας. Έτσι το βλέπω. Είμαστε συγκεντρωμένοι και διψασμένοι. Περιμένουμε πώς και πώς να έρθει η κλήση στην Εθνική για να μαζευτούμε, να είμαστε παρέα, να προπονούμαστε σκληρά, να λέμε τα αστεία μας, να παίζουμε».

«H Ελλάδα έχει ανάγκη να δει την εθνική μας ομάδα σε μεγάλη διοργάνωση μετά από χρόνια. Περάσαμε πάρα πολλά εμείς οι παίκτες, πολλές απογοητεύσεις».

Παρά την καλή πορεία που έχει κάνει η Εθνική τον τελευταίο καιρό, ήρθε αυτή η αναστάτωση μετά το σχόλιο του προπονητή μας, Γκουστάβο Πογιέτ, ότι ένας συνεργάτης του είναι απλήρωτος. Φοβηθήκατε ποτέ για το μέλλον του; Είναι ένας προπονητής που σας εμπνέει;

«Οι ποδοσφαιριστές ήμασταν έξω από αυτή την κατάσταση. Ήθελε για τον έναν ή τον άλλο λόγο να προστατέψει τον βοηθό του, αλλά δεν έβγαλε κάποια κακία ως προς τους παίκτες ή οτιδήποτε τέτοιο. Οπότε εμείς μείναμε απέξω. Δεν μας αγγίζουν τέτοια πράγματα, γιατί ο στόχος μας είναι μόνο η ομάδα και το πώς θα παρουσιαζόμαστε καλύτεροι στα παιχνίδια. Από εκεί και πέρα ο Πογιέτ περνάει τη νοοτροπία του, έχει τη σωστή κατεύθυνση, είμαστε μαζί του, έχουμε πετύχει έναν στόχο μαζί, βγήκαμε πρώτοι στο Nations League, γι’ αυτό και τώρα έχουμε και τα μπαράζ για το Euro. Θεωρώ ότι παρουσιάζουμε πολύ καλό πρόσωπο στα περισσότερα παιχνίδια, οπότε οι παίκτες είμαστε ευχαριστημένοι μαζί του».

Έρχονται νέες φουρνιές ποδοσφαιριστών στην Ελλάδα; Και πώς θα σχολίαζες όσα συμβαίνουν στις μικρότερες κατηγορίες; Είναι οι συνθήκες τόσο κακές όσο βλέπουμε;

«Έχουμε κάποιους πιτσιρικάδες, τώρα τους μαθαίνω κι εγώ. Δεν είναι πολλοί. Γιατί θεωρώ ότι γενικά δεν γίνεται καλή δουλειά στις υποδομές σε όλες τις ομάδες, δεν υπάρχει η κατάλληλη κατεύθυνση ούτε οι σωστές εγκαταστάσεις για να μπορέσει το υλικό που υπάρχει να αξιοποιηθεί. Από εκεί και πέρα, για τις μικρότερες κατηγορίες δεν έχουμε να πούμε πάρα πολλά πράγματα. Παίζουν σε κάτι γήπεδα σκληρά, με λάσπες, μπορεί να προπονούνται σε πλαστικά. Δεν έχουν βασικά πράγματα, όπως ένα μικρό γυμναστήριο, για να μπορούν να δουλέψουν παραπάνω. Μπορεί να μην έχουν μπάλες. Είναι απλήρωτοι. Δεν ξέρω κι εγώ τι γίνεται».

Το ποδόσφαιρο αλλάζει. Πλέον πανηγυρίζεις άνετα; Ή λες κάθισε 10 λεπτά να δούμε αν μετράει ή όχι το γκολ. Πώς βλέπεις το VAR; Στην Αγγλία γίνεται συζήτηση και για τις μπλε κάρτες.

«Καλά, αυτό με την μπλε κάρτα είναι αστείο. Να αλλάζεις το ποδόσφαιρο τόσο πολύ… Θεωρώ ότι το VAR βοηθάει σε συγκεκριμένα πράγματα. Και μπορεί να χάνεται λίγη από τη μαγεία του, όμως κυρίως έχει κάνει το ποδόσφαιρο πιο δίκαιο. Είναι πάντως λίγο περίεργο για τον παίκτη εκείνη τη στιγμή. Και για τους οπαδούς. Και όταν εξετάζεται ένα πέναλτι, ειδικά αν πρόκειται να το εκτελέσεις, περιμένεις και περιμένεις, αλλά, εντάξει, είναι πράγματα στα οποία μπορείς να προσαρμοστείς».

Θεωρείς πως στο σύγχρονο ποδόσφαιρο οι αποφάσεις που λαμβάνονται έχουν εμπορικά κίνητρα;

«Εκατό τοις εκατό. Όλα γίνονται για το πώς θα βγουν περισσότερα χρήματα. Υπάρχουν πια τόσο πολλοί και απαιτητικοί αγώνες, είναι δύσκολο να αντεπεξέλθεις σωματικά σε τόσο υψηλό βαθμό, δεν θεωρώ ότι υπάρχει σεβασμός προς τον αθλητή. Και δεν νομίζω ότι θα αλλάξει ποτέ αυτό, μόνο χειρότερο θα γίνει. Στις παλιότερες εποχές δεν υπήρχαν τόσο πολλά παιχνίδια. Πόσα γίνονταν; 25; Τώρα παίζεις 40».

Πώς βλέπεις όλη αυτή την κινητικότητα στη Σαουδική Αραβία και τα τεράστια συμβόλαια των ποδοσφαιριστών που πηγαίνουν εκεί;

«Πάει να χτιστεί κάτι εκεί και ο μόνος τρόπος να δελεάσουν ποδοσφαιριστές είναι με συμβόλαια που δεν πρόκειται ποτέ να βρουν στην Ευρώπη. Το να πηγαίνεις σε μικρή ηλικία στη Σαουδική Αραβία μού φαίνεται τραγικό. Δεν μπορώ να το εξηγήσω κάπως. Δεν έχεις φιλοδοξίες ως παίκτης; Δεν πιστεύεις τόσο πολύ στον εαυτό σου; Μπορεί κάποιοι να έχουν κουραστεί, όπως για παράδειγμα ο Νεϊμάρ, που είχε τόσους τραυματισμούς. Πήγε να χαλαρώσει. Όμως ένας παίκτης όπως ο Βέιγκα, που είναι σε μια ηλικία που έχει όλο το μέλλον μπροστά του, μου φαίνεται περίεργο ότι επιλέγει να αγωνιστεί εκεί».

Σκέφτεσαι πώς θα είναι όταν σταματήσεις το ποδόσφαιρο; Σε αγχώνει; Πολλοί αθλητές λένε ότι είναι δύσκολο να το διαχειριστούν.

«Το σκέφτομαι, αλλά όχι πολύ, έχω ακόμη χρόνια μπροστά μου να παίξω. Όταν πατάς τα 30 όμως, αρχίζεις και σκέφτεσαι διαφορετικά. Το ποδόσφαιρο θα μου λείπει, σίγουρα. Παίζω όλη μου τη ζωή, αλλά θα μπορέσω να το διαχειριστώ, γιατί πλέον δεν ζω μόνο μέσα από αυτό. Ναι, είναι αυτό που αγαπάω και το κάνω με την ψυχή μου, είναι κι άλλα πράγματα όμως που μου δίνουν ευχαρίστηση. Θα δούμε πώς θα πάει».

Exit mobile version