«Αφού ήταν όλα στημένα, από τον Βαρδινογιάννη, γιατί δεν πήρε ο Παναθηναϊκός 9/10 πρωταθλήματα;»
Ο παλαίμαχος παίκτης του Παναθηναϊκού, Γιόζεφ Βάντσικ, έδωσε μια συνέντευξη εφ’όλης της ύλης στην οποία μίλησε για όλους και για όλα.
Αναλυτικά όσα είπε ο Βάντσικ στο gazzetta:
Πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια στην Πολωνία;
«Δεν ήταν όπως είναι τώρα που όλοι είναι στα κινητά. Εμείς ήμασταν όλη μέρα έξω, τρέχαμε, κάναμε ποδήλατο. Μόλις φεύγαμε από το σχολείο βάζαμε τους σάκους μας στο δρόμο για τέρματα. Η Πολωνία τότε ήταν κομμουνιστική αλλά ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα σε σχέση με άλλες χώρες που ήταν σ’ αυτό το καθεστώς. Ο αθλητισμός στο σχολείο ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, κάθε μέρα είχαμε γυμναστική. Φορούσαμε όλοι τα ίδια ρούχα και κάναμε όλα τα σπορ: Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, χάντμπολ και βόλεϊ. Στο βόλεϊ ήμουν πολύ καλός, έπαιζα διαγώνιος, είχα πολύ καλό άλμα. Με είχαν βάλει να διαλέξω ποδόσφαιρο ή βόλεϊ αλλά διάλεξα το ποδόσφαιρο. Γυμναστική, κωλοτούμπες… Τα κάναμε όλα, ήμασταν πολύ γυμνασμένοι».
Αδέρφια είχατε;
«Μία αδερφή πιο μεγάλη και μια άλλη που πέθανε πριν γεννηθώ εγώ».
Άρα ποδόσφαιρο παίζατε με τους φίλους…
«Ναι, στο μέρος που ζούσα είχαμε ένα γήπεδο με χόρτο μιας ομάδας που ήταν στο Α’ τοπικό. Εκεί έπαιζα ως σέντερ φορ και έβαζα γκολ, ήμουν ο πρώτος σκόρερ στις ηλικίες αυτές – λόγω του ύψους μου έπαιζα, όμως, με παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Τα παιδιά με τα οποία έπαιζα ήταν 2-4 χρόνια μεγαλύτερά μου. Μια μέρα που έλειπε ο τερματοφύλακάς μας, μου ζήτησαν να κάτσω στο τέρμα γιατί ήμουν ο πιο μικρός. Πήγα αρκετά καλά και είχα την τύχη στην αντρική ομάδα να είναι προπονητής ένας παλιός τερματοφύλακας που έπαιξε και στη Β’ κατηγορία της Πολωνίας. Αυτός είναι ο Χέντρικ Χάιντα και μέχρι τώρα κάνω ένα τουρνουά κάθε χρόνο για να τιμήσω τη μνήμη του».
Αυτός είναι ο άνθρωπος που… ξεκλείδωσε το ταλέντο σας;
«Ναι, ναι… Ακόμα κι όταν έπαιζα στον Παναθηναϊκό, όποτε πήγαινα στην Πολωνία έκανα ένα τουρνουά μαζί με τον πρόεδρο της ομάδας και γενικά βοηθάω όπως μπορώ. Πέρυσι είχαμε τα 100 χρόνια της ομάδας και ήρθαν κι άλλοι σύλλογοι για να γιορτάσουμε. Μ’ αυτόν έκανα ατομικές προπονήσεις και στα 14 μου έπαιζα στο Α’ τοπικό βασικός. Μέχρι τα 13,5 ήμουν επιθετικός και σε μισό χρόνο έγινα τερματοφύλακας».
Οι γονείς σας τι δουλειά έκαναν;
«Η μητέρα μου δεν δούλευε, ο πατέρας μου ήταν στα ορυκτά – δούλευε πολλά μέτρα κάτω από τη γη. Πολύ δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά».
Ο μπαμπάς σας σάς παρότρυνε να ασχοληθείτε πιο πολύ με το σχολείο;
«Το Ταρνόφσκιε Γκούρι που γεννήθηκα ανήκει στην Σιλεσία, όπου εκεί οι μισοί κάτοικοι δουλεύουν είτε στα ορυκτά είτε στα εργοστάσια. Αυτή η περιοχή μέχρι σήμερα, παρότι έκλεισαν πολλές επιχειρήσεις, συντηρεί τον κόσμο απ’ αυτές τις δουλειές».
Ήσασταν καλός μαθητής;
«Δεν καθόμουν να διαβάζω με τις ώρες αλλά ποτέ δεν είχα πρόβλημα με το σχολείο. Τελείωσα το σχολείο με ηρεμία και μετά σπούδασα σχετικά με τα ορυκτά».
Πότε καταλάβατε ότι θα γίνετε επαγγελματίας;
«Ούτε καν, δεν το σκεφτόμουν αυτό. Με έβλεπαν κάποιες ομάδες, αλλά το τμήμα του σκάουτινγκ δεν ήταν στο επίπεδο που είναι σήμερα. Ήρθαν και με είδαν από την Γκόρνικ, την οποία υποστήριζα από μικρός, με ήθελαν για την Κ18 αλλά δεν πήγα τελικά.
Στην Γκόρνικ, εν τέλει, πήγα αργότερα και αναδείχθηκα στους 20 καλύτερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία της ομάδας. Υπάρχει και μια μεγάλη μου φωτογραφία στο στάδιο.
Tέλος πάντων, εγώ συμμετείχα στα σχολικά πρωταθλήματα στα οποία παίζαμε όλα τα αθλήματα. Στο ποδόσφαιροι φτάσαμε μέχρι τον τελικό με την Ρουχ Χόζουφ, ομάδα στην οποία ήταν ο Βαζέχα. Στον τελικό νικούσαμε 1-0. Και εκεί κατάλαβα ότι από τότε αν ήθελαν μπορούσαν να σε στήσουν. Τότε δεν τιμωρούσαν με κίτρινη και κόκκινη κάρτα αλλά με 2′ και 5′ λεπτά αποβολής. Ε, απέβαλε ο διαιτητής έναν δικό μας για 2′ και όταν ένας άλλος του είπε: “τι κάνεις ρε μ@λ@κ@”, έβγαλε κι αυτόν για 5′. Μετά έβγαλε κι άλλον έναν και με 8 παίκτες, σ’ αυτό το διάστημα δεχτήκαμε δύο γκολ και τελικά χάσαμε 2-1».
Ο Βαζέχα ήταν αντίπαλός σας εκεί;
«Ήταν πιο μικρός έναν χρόνο και έπαιζε σ’ άλλο σχολείο. Εκεί με είδαν οι άνθρωποι της Ρουχ Χορζόφ, που είναι πιο ιστορική ομάδα από την Γκόρνικ. Είχε τελειώσει το ματς και ήταν εκεί τα παιδιά από το σχολείο. Μπιρίτσες, κορίτσια… Καταλαβαίνεις τη φάση. Τους είπα: “Αν θέλετε, ξέρετε που θα με βρείτε”. Δεν έδωσα πολλή βάση. Την άλλη μέρα όμως ήρθαν στο χωριό μου, μας πήραν στο αμάξι και μας είπαν: “Σε δύο μέρες να έρθετε οι δύο πρόεδροι για να κάνει δοκιμή ο Γιόζεφ”. Η Ρουχ Χορζόφ ήταν πρωταθλήτρια τότε. Εκανα δοκιμή με την πρώτη ομάδα, όπου τερματοφύλακας ήταν ένας που είχε παίξει στο Μουντιάλ του 1978 με την Πολωνία. Είχα την τύχη να έχω και εκεί τρομερό προπονητή τερματοφυλάκων. Εκείνος είπε ότι με ήθελε ως τέταρτο κίπερ στην ομάδα, σε ηλικία 16 ετών.
Μετά την προπόνηση ήταν οι πρόεδροι σε μια μεγάλη αίθουσα, έβαλαν κονιάκ, τσούγκρισαν και συμφώνησαν για τη μεταγραφή μου. Τα λεφτά που πήρε η ομάδα του χωριού μου ήταν 80.000 ζλότι, τέσσερα κομπλέ σετ για εμφανίσεις, συν μπάλες. Μπάτζετ για 10 χρόνια εξασφάλισαν. Φανταστείτε ότι ο πατέρας μου που είχε μεγάλο μισθό έπαιρνε 2.500 ζλότι το μήνα. Με 5 ζλότι στην τσέπη και τι δεν έπαιρνες, βρε. Συμφώνησαν λοιπόν και πήγα στις προπονήσεις».
Με τα πρώτα σας χρήματα τι κάνατε; Πώς τα αξιοποιήσατε;
«Τα πήρα και τα έβαλα στο τραπέζι, τα μέτρησαν οι γονείς μου και μου φώναξαν: “Ρε αγόρι μου, από που τα έκλεψες; Πού τα βρήκες; Θα μας πάνε φυλακή”». (γέλια)
Και ξεκινήσατε λοιπόν εκεί πιο επαγγελματικά…
«Ναι… Επαιρνα το λεωφορείο, πήγαινα στη Βίτουμ και από εκεί στο Χορζόφ. Εκανα κάθε μέρα απόσταση 2-2,5 ώρες για να πάω στην προπόνηση. Ανάμεσα στις προπονήσεις έμενα εκεί. Στην τρίτη προπόνηση της ίδιας μέρας είχαμε 400άρι τρέξιμο και άλματα, πλάγια, κάτω 7-8 φορές. Την άλλη μέρα με ξύπνησε η μάνα μου στις 7 παρά για να πάρω πρωινό και να φύγω για την προπόνηση. Το δωμάτιό μου ήταν στον πάνω όροφο – μέναμε σε μονοκατοικία – και δεν μπορούσα να κατέβω τις σκάλες από τον πόνο. Όπως σηκώθηκα, σαν τον “Φράνκεσταϊν”, έκανα βήματα πίσω και έκατσα κάτω. Δε είχα μάθει σε τόσα άλματα, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόνο. Δεν πήγα στην προπόνηση. Την επόμενη μέρα με ζήτησαν από την ομάδα. “Πού είναι ο Γιόζεφ;”, ρώτησαν τη μάνα μου. Τους απάντησε: “Μου σκοτώνετε το παιδί, πάρτε πίσω τα λεφτά σας, δεν μπορεί να περπατήσει. Τι του κάνατε;”.
Απάντησαν “Μη φοβάστε”, και μετά ανέβαζαν σταδιακά την ένταση μ’ έναν πολύ ωραίο βοηθό που είχαν. Μετά πήγαμε για προετοιμασία στο Ζακουπάνε… Πρωί βουνό, απόγευμα προπόνηση και βράδυ ποδοβόλεϊ. Ήμουν 4ος τερματοφύλακας και στη συνέχεια έγινα 3ος. Ήμασταν η πρωταθλήτρια ομάδα και ξεκινήσαμε νομίζω με 2 νίκες και 2 ισοπαλίες αλλά μετά κάναμε 9 σερί ήττες – λογικό να πάμε στις τελευταίες θέσεις. Η νίκη τότε μετρούσε 2 βαθμούς. Διώχνουν τον προπονητή, πήραν άλλον και πήγαμε στην έδρα της Βίσλα Κρακοβίας. Σ’ εκείνο το ματς, όμως, δεν έκατσε στον πάγκο ο νέος προπονητής.
Βγαίνει, λοιπόν, η 11άδα και λέει ο υπηρεσιακός προπονητής: “Μπροστά παίζει ο τάδε, στο κέντρο αυτοί, άμυνα αυτοί… τέρμα ο Γιόζεφ”. Εγώ δεν το κατάλαβα. Με σκούντησαν και μου λένε, “ρε μ@λ@κ@ παίζεις”, κάνω εγώ: “Παίζω; πάμε, πάμε”. Γελάσαμε όλοι. Θυμάμαι ότι στο ζέσταμα είχα άγχος, έτρωγα κάτι γκολάκια, γελούσαν στην εξέδρα και άκουγα να λένε: “να σουτάρετε από μακριά”. Ήμουν κι έτσι αδύνατος… Τελικά, έκανα ένα φανταστικό ματς, ήμασταν και μπροστά στο σκορ και τελικά στο 88′ μας ισοφάρισαν. Κάθε Κυριακή είχαμε στην Πολωνία μια αθλητική εκπομπή, την οποία παρουσίαζε ο αντίστοιχος “Διακογιάννης” της χώρας. Και εκείνη την αγωνιστική είπε: “Βρήκαμε ένα μεγάλο ταλέντο”. Μετά κάναμε ένα καλό σερί και δεν μπορούσε να με βγάλει ο προπονητής. Στη συνέχεια έπρεπε να πάω στην προεπιλογή της Εθνικής Νέων. Πήγαμε στην προετοιμασία από την οποία μείναμε 18 άτομα και πήραμε την πρόκριση στην τελική φάση της Γερμανίας το 1981. Εκεί, φτάσαμε στον τελικό, αλλά έλειπα από την ομάδα. Επέστρεψα και τέσσερις αγωνιστικές από τη λήξη του πρωταθλήματος ήμασταν τρίτοι από το τέλος κι οι δύο έπεφταν. Με βάζει σ’ ένα εντός έδρας ματς όπου νικήσαμε και στα τελευταία δύο ματς πήγαμε στην έδρα του τελευταίου που επικρατήσαμε με 2-1 και μετά παίξαμε με τον προτελευταίο, με τον οποίο πήραμε ισοπαλία. Τελευταία αγωνιστική παίξαμε με την Βίτσεφ Λοτζ. Με “Χ” εμείς σωθήκαμε και εκείνοι πήραν το πρωτάθλημα. Από τότε οι φίλαθλοι της Ρουχ και της Βίτσεφ είναι αδελφοποιημένοι».
Είχε κανονιστεί να έρθει «Χ»;
«Δεν ξέρω, ήμουν νεαρός. Εγώ ποτέ δεν μπήκα σ’ αυτά τα κόλπα. Εμεινα στην ομάδα πέντε χρόνια, ενδιάμεσα πήγα και στο Μουντιάλ Κ20 και πήραμε την 3η θέση».
Αυτές οι εμπειρίες…
«Δεν είχα τη βοήθεια που έχουν σήμερα τα πιο πολλά παιδιά. Ό,τι έκανα το έκανα από μόνος μου, οι γονείς μου είχαν άλλες δουλειές. Εγώ πήγαινα μόνος μου με το λεωφορείο, δεν υπήρχαν κινητά. Νύχτα, αλλάζοντας δύο λεωφορεία και περπατούσα 4 χιλιόμετρα για να πάω σπίτι μου. Αυτά όμως μπορούν να σε κάνουν πιο δυνατό».
H πρώτη σας επαφή με τον Βαζέχα πότε ήταν;
«Στην Ρουχ Χορζόφ. Εγώ ήμουν στην πρώτη ομάδα κι ο Χρήστος στην Κ19. Εκεί κάθε περιφέρεια είχε το δικό της πρωτάθλημα. Παρόλο που ήμουν στην πρώτη ομάδα, με έβαλαν να παίξω μ’ αυτήν την ομάδα. Ο Χρήστος μπήκε το ’83 στην πρώτη ομάδα και παίξαμε δύο χρόνια μαζί. Ήμασταν μαζί και στις εθνικές. Παίξαμε και 5 χρόνια αντίπαλοι, όταν πήγα στην Γκόρνικ. Ήταν να σαν να πηγαίνεις από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό – μεγάλη φασαρία είχε γίνει».
Δηλαδή;
«Ήθελαν να με τιμωρήσουν για 3 χρόνια, αλλά τελικά με τιμώρησαν για 8 μήνες».
Γιατί;
«Ε, δεν ήθελε η Ρουχ να με πουλήσει, άλλες εποχές, τα συμβόλαια ήταν μεγάλα σε διάρκεια. Ήταν κι ο κομμουνισμός. Το όνειρό μου όμως ήταν να παίξω στην Γκόρνικ. Ήταν η ομάδα που υποστήριζα μικρός. Πηγαίναμε με ένα μικρό βανάκι στο γήπεδο για να βλέπουμε τα ματς. Καθόμασταν σε κάτι καρέκλες. Στο ίδιο σημείο είναι και το καινούργιο γήπεδο. Εκανα καλή επιλογή όμως γιατί πήραμε σ’ αυτά τα πέντε χρόνια 4 πρωταθλήματα και τη μία φορά βγήκαμε δεύτεροι. Ήταν μια φανταστική περίοδος – είχαμε φανταστική ομάδα για τα πολωνικά δεδομένα».
Είχατε παίξει και αντίπαλος του Ολυμπιακού.
«Ναι, ναι…».
Ήταν η πρώτη σας επαφή με την Ελλάδα και τις ελληνικές ομάδες;
«Όχι, είχαμε έναν παίκτη τον Κριστόφ Μπάραν, ο οποίος είχε πάει στη Λάρισα κι έτσι είχαμε πάει και για προετοιμασία στην πόλη. Παίξαμε με Λάρισα, Τρίκαλα… Είχαμε πάει στα Μετέωρα».
Η Γκόρνικ ήταν η ομάδα που ανέβασε το status σας…
«Η Ρουχ μού έδωσε την ευκαιρία, η Γκόρνικ με έκανε πρωταθλητή, πήγα στις εθνικές όπου ήταν φανταστικά. Πολλά τουρνουά… Αν μετρήσει κάποιος τα ματς μου με όλα τα κλιμάκια των εθνικών ομάδων είναι πάνω από 100 οι συμμετοχές. Και τότε ήταν δύσκολα με την Ενωμένη Γιουγκοσλαβία και την Ενωμένη Ρωσία. Ήταν γκρουπ τεσσάρων ομάδων και έβγαινε μόνο μία. Εξι ματς σε κάθε όμιλο… Σήμερα όπως είναι το σύστημα θα είχα πάνω από 120 συμμετοχές. Για την εποχή, οι 50 περίπου συμμετοχές που είχα ήταν σούπερ».
Αν ξεκινούσατε σήμερα την καριέρα σας, πιστεύετε ότι θα παίζατε σ’ ένα μεγαλύτερο πρωτάθλημα;
«Πριν έρθω στον Παναθηναϊκό είχα προτάσεις από δύο ομάδες της Μπούντεσλιγκα εκείνη την εποχή: Την Ίρντινγκεν και την Μάνχαϊμ. Στην Τουρκία με ήθελε η Μπούρσασπορ, που τότε ήταν 4η – 5η ομάδα στο πρωτάθλημα και από Ολλανδία με ήθελαν δύο ομάδες αλλά μόνο στα λόγια.
Μετά ξεκίνησαν κάποια οικονομικά προβλήματα στην Γκόρνικ, γιατί οι χορηγοί που είχαμε ήταν εταιρίες με κάρβουνα και από το 1980 και μετά σταμάτησαν οι χορηγίες στις ομάδες.
Ετσι, ήρθε η πρόταση από τον Παναθηναϊκό. Ο “Καπετάνιος” ήταν πιο γρήγορος, έστειλε στην πρεσβεία στην Πολωνία να δώσουν βίζες στους προέδρους και σε μένα. Εστειλε τα εισιτήρια, ήρθαμε στην Αθήνα και ήταν εύκολο να τα βρει με τη διοίκηση.
Θυμάμαι ότι πήγαμε στα παλιά γραφεία στην Αλεξάνδρας. Εμείς μέναμε στο Σύνταγμα, στο Meridien, το οποίο τότε άνηκε στον Βαρδινογιάννη. Οι συσκέψεις έγιναν στα γραφεία στην Αλεξάνδρας».
Πώς ήταν η πρώτη σας επαφή με τον Βαρδινογιάννη;
«Θυμάμαι ότι στις συναντήσεις μας υπήρχε μια διερμηνέας, Ελληνοπολωνή, που μετά από τον πόλεμο ήρθε στην Ελλάδα. Θυμάμαι ότι είχε ένα χρυσό κομπολόι στα χέρια του ο «Καπετανιάνιος». Τον ρώτησα γιατί με διάλεξε. Τότε δεν υπήρχαν τα DVD’s αλλά οι κασέτες. Μου έβγαλε, λοιπόν, την κασέτα από το ματς που είχα κάνει με την Γιουγκοσλαβία. Το φιλικό αυτό είχε έρθει 0-0, είχα κάνει φανταστικό ματς. “Γι’ αυτό σε διάλεξα”, μου είπε. Στην ομάδα, τότε, είχε τον Βαζέχα, και πήρε τον Λούπου, εμένα…».
Ο Βαζέχα μίλησε για εσάς;
«Σίγουρα θα μίλησε. Ο «Καπετάνιος» μού είχε πει ότι ρώτησε τον Χρήστο, ο οποίος είχε πει καλά λόγια. Μετά όταν συναντηθήκαμε κι οι τρεις, ο Βαρδινογιάννης μού είπε: “Αν φας ένα γκολ, ο Χρήστος θα πρέπει να βάζει δύο”. Και τελικά αυτό έγινε. Ο Χρήστος ήταν ο πρώτος σκόρερ κι εγώ κάθε χρόνο δεχόμουν λίγα γκολ και είχα και δύο ρεκόρ απαραβίαστης εστίας. Βάλε και τα ματς του Κυπέλλου… 10 ματς, συν τέσσερα Κυπέλλου με μηδέν παθητικό».
Ήσασταν και σε μια εποχή που ο Παναθηναϊκός ήταν δυνατός και κυριαρχούσε.
«Τι κυριαρχούσε; Η ΑΕΚ δεν έπαιρνε πρωταθλήματα; Πήραμε εμείς το πρωτάθλημα και έλεγαν ότι η ΑΕΚ έπαιζε καλύτερη μπάλα. Και γιατί το πήραμε τότε; Στα 10 χρόνια πήραμε 4 πρωταθλήματα, περίοδος στην οποία πήραν όλοι και έλεγαν ότι ήταν στημένα από τον Βαρδινογιάννη. Ετσι δεν είναι;».
Ναι, το έλεγαν.
«Εγώ, ρωτάω όλους αυτούς που πιστεύουν ότι τα παίρναμε έτσι, γιατί δεν πήραμε στα 10 χρόνια 9 πρωταθλήματα αφού ήταν όλα στημένα από τον Βαρδινογιάννη;».
Εγώ το «κυριαρχία» το είπα από την άποψη ότι η ομάδα είχε διοικητική υγεία με Βαρδινογιάννη και έπαιρνε τίτλους τότε.
«Διοικητική υγεία είχαμε. Μακάρι όλοι οι ποδοσφαιριστές να παιρνάνε όπως εμείς τότε στην Παιανία. Είχαμε τα δωμάτιά μας, τα φαγητά μας… Δεν μας έλειπε τίποτα. Ντυμένοι με τα κοστούμια μας, τα αμάξια μας. Κι όλα αυτά επειδή παίζαμε μπάλα.
Ο Παναθηναϊκός ξεκίνησε να πηγαίνει για προετοιμασία στην Ιταλία, με τον μάνατζερ τον Μάουρο παίξαμε σε κάποια τουρνουά με Γιουβέντους, Νάπολι, Σαμπντόρια. Δεν έπαιζαν άλλες ομάδες σ’ αυτά. Ο κύριος Μαυροκουκουλάκης είχε διεθνείς σχέσεις και ήταν φοβερός στο οργανωτικό κομμάτι. Ως ομάδα είχαμε την πιο ποιοτική παρουσία στην Ευρώπη».
Αισθάνεστε αδικία για αυτό που λένε ότι ο Παναθηναϊκός πήρε πρωταθλήματα λόγω Βαρδινογιάννη;
«Αυτήν την ερώτηση ας την απαντήσουν οι απλοί φίλαθλοι. Αν ήταν όλα τόσο στημένα, όπως λένε, γιατί πήραμε μόνο τέσσερα πρωταθλήματα και εκείνη την εποχή πήραν κι άλλες ομάδες; Αυτή είναι η γνώμη μου».
Είπατε πριν και για τη χρονιά που πήρε ο Παναθηναϊκός το πρωτάθλημα και έλεγαν ότι η ΑΕΚ έπαιζε καλύτερη μπάλα.
«Αυτό συμβαίνει και με άλλες ομάδες. Στη Γερμανία το παίρνει η Μπάγερν και λένε ότι την καλύτερη μπάλα την παίζει η Ντόρτμουντ».
Εκείνα τα χρόνια πώς ήταν το ποδόσφαιρο σε σχέση με τώρα;
«Εντάξει, ήταν πιο ρομαντικό. Το ζουμί στο ποδόσφαιρο είναι να παίζεις σε ΟΑΚΑ, Λεωφόρο, Καραϊσκάκης, Φιλαδέλφεια, Τούμπα και να είναι οπαδοί και τον δύο ομάδων και να τραγουδάνε. Τώρα είναι κεκλεισμένων των θυρών ή οπαδοί της μίας ομάδας και πλακώνονται μεταξύ τους… Δεν ήταν πιο ωραία παλιά;
Πήγαινες στην προπόνηση και ήξερες ότι αυτός είναι ο πρόεδρος, αυτός είναι ο γενικός αρχηγός. Τώρα βλέπεις ότι ο ένας είναι ο μεγαλομέτοχος, ο άλλος είναι ο πρόεδρος, ο άλλος διευθυντής, ο άλλος μεγάλος κάτι… Πολλοί μεγάλοι έχουν μαζευτεί. Αυτός που πληρώνει είναι και το αφεντικό».
Σας επηρέαζαν οι καυτές έδρες;
«Εμένα μου άρεσαν τα γήπεδα που ήταν γεμάτα. Θες να παίζεις σε έδρα με κόσμο. Αν πηγαίνεις σε γήπεδο με μετρημένους φιλάθλους, χωρίς παλμό, τι να έχει…
Τώρα που έπαιξε ο Παναθηναϊκός με την Μπράγκα και είδαμε γεμάτο το ΟΑΚΑ, όπου ακούστηκε ο ύμνος του Champions League, είπα: “εδώ είμαστε”. Μη πάμε σε μιζέριες. Φέτος οι ελληνικές ομάδες μάζεψαν βαθμούς στην Ευρώπη. Μακάρι να πηγαίνουν οι ομάδες της Ελλάδας στο Champions League και να ακούμε τον ύμνο. Να πηγαίνει κι ο Παναθηναϊκός κι ο Ολυμπιακός κι όλες οι ομάδες. Μπορεί αυτό να γίνεται κάθε χρόνο;».
Ως σημαία που είστε για τον Παναθηναϊκό, δεν θέλετε να βλέπετε τον Παναθηναϊκό στο Champions League;
«Για τον Παναθηναϊκό είμαι σημαία; Ε, μακάρι να είμαι όπως το λες. Οι φίλαθλοι με θυμούνται καλά. Και Ολυμπιακοί και ΑΕΚτσήδες που με βλέπουν στο δρόμο μου δείχνουν την εκτίμησή τους, αλλά για τον Παναθηναϊκό δεν νομίζω ότι είμαι σημαία».
Το λέτε με παράπονο; Θα θέλατε να σας έχουν αναγνωρίσει περισσότερο;
«Όχι, δεν θέλω να πω τίποτα παραπάνω, αλλά όταν κάποια στιγμή στην Παιανία σού ζητούν το βιογραφικό σου… άσ’ το. Και εγώ αγαπάω τον Παναθηναϊκό, αλλά… Δεν ξέρω αν εκτίμησαν τα προηγούμενα χρόνια την προσφορά μου. Μόνο αυτή η διοίκηση που με τίμησε και θέλω να την ευχαριστήσω γι’ αυτήν την κίνηση. Μιλάω για τη στιγμή που με βράβευσε μαζί με τον Σπύρο Μαραγκό».
Πιστεύετε ότι ήταν λάθος που έφυγε η οικογένεια Βαρδινογιάννη;
«Δεν με νοιάζει αν είναι ο Βαρδινογιάννης ή κάποιος άλλος. Ο καθένας αφήνει την ιστορία του. Η ομάδα μπορεί να είναι δυνατή; Ως φίλαθλος το λέω και παλιός παίκτης. Μπορεί η ομάδα να παίρνει πρωτάθλημα, να πηγαίνει στην Ευρώπη; Ο Ολυμπιακός κι η ΑΕΚ έχουν ομάδα παλαιμάχων. Ο Παναθηναϊκός έχει ή “τρώγονται” μεταξύ τους; Ούτε καν έχει. Άμα κάνω λάθος διορθώστε με».
Ποιο είναι το πρόβλημα σ’αυτό;
«Ακου, ο Παναθηναϊκός είναι ιδέα. Αν τον αγαπάς, τον αγαπάς. Αν πας για να κάνεις καριέρα, δεν μου κάνει. Την αγάπη μου για την ομάδα την έχω στην καρδιά μου. Δόξα τω Θεώ είμαι καλά, έχω την οικογένειά μου και θέλω να είναι καλά η οικογένειά μου και στον Παναθηναϊκό μακάρι να είναι καλά. Το τι δεν πάει καλά μακάρι να το βρουν, αν θέλουν. Αν δεν θέλουν…».
Πώς βλέπετε την ομάδα με τον Γιοβάνοβιτς;
«Η ομάδα έχει ηρεμία με τον Γιοβάνοβιτς. Τον ξέρω προσωπικά, γιατί δύο χρόνια κάναμε μαζί τη σχολή για το UEFA A. Από τότε ήταν σοβαρός, ως άνθρωπος είναι σοβαρός και έγινε φοβερή κίνηση που τον κράτησε η διοίκηση. Τον πρώτο χρόνο, δεν συμφωνώ με την άποψη ότι κάναμε καλή πορεία, αλλά καλά έκαναν και τον κράτησαν. Καλή πορεία για τον Παναθηναϊκό με 10 ήττες δεν γίνεται, αλλά ευτυχώς δεν έκαναν το λάθος να τον αλλάξουν. Πρέπει να ανάψουμε κεράκι για το ότι τον κράτησαν και κάθε χρόνο βλέπουμε ότι η ομάδα είναι όλο και καλύτερη. Γίνονται λιγότερες αλλά και πιο σωστές κινήσεις».
(σ.σ. η συνέντευξη πάρθηκε σαφώς πριν την αλλαγή προπονητή στην ομάδα)
Παραλίγο να πάρει η ομάδα και το πρωτάθλημα πέρυσι.
«Σε λεπτομέρειες δεν το πήρε, αν είχε βάθος θα το έπαιρνε. Φέτος ναι μεν έχει πιο πολλές λύσεις αλλά αν θες να είσαι κυρίαρχος χρειάζεσαι ακόμα περισσότερο βάθος. Δεν θα σου βγουν κι όλες οι μεταγραφές. Κι ο Μουρίνιο να είσαι ή ο Γκουαρδιόλα δεν θα σου βγουν. Στον Παναθηναϊκό θέλουμε το Δεκέμβριο κινήσεις κι αυτό φάνηκε με τον Μάγκνουσον που τραυματίστηκε. Όλες οι ομάδες κάνουν κινήσεις, όταν υπάρχουν τραυματίες οι κλασάτες ομάδες κοιτάνε πώς θα τον αντικαταστήσουν. Πρέπει ο προπονητής σε κάθε θέση να έχει να έχει δύο λύσεις, να έχει πονοκεφάλους».
Ο Μπρινιόλι σάς αρέσει;
«Εχει πολύ καλή παρουσία για τα ελληνικά δεδομένα».
Ποιος τερματοφύλακας σας αρέσει πιο πολύ στην Ελλάδα;
«Εγώ δεν κρίνω ποτέ τους τερματοφύλακες. Ο ΠΑΟΚ με τον Κοτάρσκι έκανε πολύ καλή κίνηση, τον Πασχαλάκη τον είχα στην Ηλιούπολη και χαίρομαι που πάει καλά, ο Παναθηναϊκός έχει δύο πολύ καλούς τερματοφύλακες και έχει την ησυχία του σ’ αυτήν τη θέση. Βλέπω ότι ο Γιοβάνοβιτς έκανε ροτέισον για να μην είναι απογοητευμένος ο Λοντίγκιν. Η ΑΕΚ, νομίζω ότι πρέπει να ψαχτεί εκεί. Είναι κι οι δύο καλοί τερματοφύλακες, αλλά ο Στάνκοβιτς έχει κάποια θέματα στη μέση του. Εμείς το κρίνουμε ως φίλαθλοι, η κάθε ομάδα έχει τεχνικό διευθυντή και ξέρει τι πρέπει να κάνει».
Για να σας γυρίσω πίσω στην καριέρα σας, ποια είναι τα ματς που ξεχωρίζετε…
«Πολλά είναι τα ματς αυτά… Το ματς με την Πόρτο όμως μού έχει μείνει, με τον Σερ Μπόμπι Ρόμπσον να λέει: “Παίξαμε φοβερά, αλλά απέναντί μας είχαμε ένα θηρίο”. Μπορεί να μην το σκέφτομαι, αλλά υπάρχουν πολλοί – και Ολυμπιακοί – που μου λένε: “Πω τι έκανες στον Αλεξανδρή”. Ακόμη, όμως, δεν έχω φτάσει στο σημείο να λέω: “Εγώ τότε έκανα αυτό…” και μακάρι να μην φτάσω ποτέ σ’ αυτό το σημείο. Δεν μου αρέσει να λέμε: “εμείς τότε”. Η ζωή προχωράει και κοιτάμε μπροστά. Εγώ στα personal μαθήματα που κάνω έχω γενικά ταλεντάκια αλλά φέτος έχω ένα παιδί που… δεν παίζεται. Όταν κάνω μαζί του προπόνηση χαίρομαι. Όταν είναι αυτός έξω, βγαίνουν κι οι άλλοι που είναι στο γυμναστήριο και τον κοιτάνε».
Τα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό ήταν κάτι το ιδιαίτερο;
«Πάντα. Γιατί, όλη την εβδομάδα του ντέρμπι οι εφημερίδες σχολίαζαν. Ντέρμπι! Αν νικούσες, νικούσες… Αν χάναμε όμως, εγώ ως Γιόζεφ, ντρεπόμουν να βγω από το σπίτι 2-3 μέρες. Όχι επειδή μπορεί να έκανα κάποιο λάθος, αλλά δεν το μπορούσα. Για παράδειγμα, θυμάμαι ένα ματς με την ΑΕΚ που ήμασταν χάλια και χάσαμε 3-0. Είχα κάνει πολύ καλό ματς εγώ, ήμουν ο καλύτερος παίκτης αλλά δεν ένιωθα καλά. Ως χαρακτήρας θέλω να νικάω. Μας τραγουδούσαν οι οπαδοί: “Τριφυλλάρα παίξε λίγη μπάλα, θα σε περάσει κι η Καβάλα”. Ωραίο ήταν ως πείραγμα. Από τη μία με πίκραναν αλλά από την άλλη λες “ωραίο ως σύνθημα”. Αυτό δεν είναι και το ωραίο στο ποδόσφαιρο;».
Πρόσφατα είδαμε ότι δεν ολοκληρώθηκε το ματς στο Καραϊσκάκης με τον Χουάνκαρ, πιο παλιά χτύπησε ένα ρολό χαρτιού τον Γκαρθία. Πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα πιο παλιά;
«Εχει ανοίξει το κεφάλι μου στη Φιλαδέλφεια. Στην Κρήτη, που με πήγαν με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Αν δεν υπάρχουν νόμοι, ό,τι και να κάνουν πάντα 1-2 βλάκες θα υπάρξουν. Μπορεί να γίνει ό,τι έκανε κι η Θάτσερ στην Αγγλία; Πέντε χρόνια εκτός Ευρώπης. Στην Αγγλία, που πάω συχνά, πλέον δεν βλέπεις τέτοια… Πήγα στο Στάμφορντ Μπριτζ, στο Emirates… Στο γήπεδο πάνε για να τραγουδάνε, πέρασαν τα δύσκολα χρόνια και έφτιαξαν το ποδόσφαιρό τους. Είμαι αθλητής, τι δουλειά έχει κάποιος να μου πετάξει κάτι; Στα Φιλαδέλφεια μου πέταξαν βρύση, στο Ηράκλειο δεν ξέρω, στο Καραϊσκάκης πόσες κροτίδες, στην Τούμπα… Στην παλιά Τούμπα έμπαινες μέσα και σου φώναζαν: “Ελα, έλα” και σου έριχναν τσιμέντα. Η ομάδα γιατί να την πληρώνει για 1-2 βλάκες; Φταίνε κι όσοι είναι δίπλα σ’ αυτούς και δεν τον πάνε… καροτσάκι να τον δώσουν, να τον βγάλουν εκτός. Κάμερες υπάρχουν, η αστυνομία γιατί δεν τους βγάζει; Πήγα στο Μάντσεστερ για το ματς με τον Παναθηναϊκό. Ήμασταν 6.000 Παναθηναϊκοί. Κάποιοι φώναζαν στο διάδρομο. Ενας σεκιούριτι έκανε παρατηρήσεις για να κάτσει κάτω. “Ε, μ@λ@κ@, τι θα μου κάνεις”. Του είπαν ότι την επόμενη φορά θα τον πάνε μέσα και για 90′ ήταν καθιστός. Δεν έκανε το παραμικρό. Ο σεκιούριτι ήταν εκεί και τον έβλεπε όλη την ώρα για το τι έκανε. Ε, τιμωρία γι’ αυτόν δεν ήταν;».
«Ε, όταν έχεις παίξει με τον Θεό του ποδοσφαίρου, τι να σου πω τώρα. Μόνο ένας είναι ο Θεός. Όταν έχεις παίξει αντίπαλος του Μαραντόνα και του Φαν Μπάστεν… Και ποιους δεν πρόλαβα! Σίρερ, Γκασκόιν, Σόκρατες, Ζίκο στο Μουντιάλ. Όμως κι αυτοί άνθρωποι είναι.
Στην Ελλάδα, πολύ δύσκολος αντίπαλος ήταν ο Ντέμης (σ.σ. Νικολαΐδης). Φοβερός επιθετικός, είχε χαμηλό κέντρο βάρους, μύριζε το γκολ. Εγώ είχα την τύχη που ο Χρήστος (σ.σ. Βαζέχα) έπαιζε στον Παναθηναϊκό. Ο Χρήστος με το που έμπαινε στη μεγάλη περιοχή… Φοβερός! Είχε αριστερό, δεξί…».
Από τον Μαραντόνα τι θυμάστε;
«Και μόνο από το ζέσταμα στο Μεάτσα… Ε, ήταν κάτι όπως το έβλεπες στο YouTube. Τι να σου λέω! Άσε…».
Να πάμε στα ματς με τον Άγιαξ;
«Στο πρώτο ματς τα δώσαμε όλα, αλλά στο δεύτερο ματς μάς έλειπαν οι Ουζουνίδης και Γεωργιάδης. Παίζαμε με Κολιτσιδάκη – Καλιτζάκη και ο Ουζουνίδης έπαιζε πάντα ως λίμπερο. Μας έβαλαν και γρήγορα το πρώτο γκολ. Είχαμε και την ευκαιρία να κάνουμε το 1-1. Μπορεί να ήταν καλύτερα αν στην Αθήνα ερχόμασταν στο 0-0 και στο 90′ εκεί να παίρναμε το ματς, αλλά και πάλι εκεί που φτάσαμε ήταν ένα όνειρο. Ήμασταν 13-14 παίκτες στις 11άδες. Είχαμε ροτέισον, πήραμε το νταμπλ. Μπήκε ο “Καπετάνιος” στα αποδυτήρια και από τη ψυχολογία που είχαμε πετάχτηκε κάποιος και είπε: “Friendly Game” (φιλικό ματς). Τον κοίταξε ο “Καπετάνιος” λες και ήθελε να τον δείρει. “Με τον Ολυμπιακό παίζουμε, τι friendly game;”.
Και βλέπεις τα τελευταία χρόνια, που ο Ολυμπιακός λέει ότι έχει την καλύτερη ομάδα, ποιος τους έκοψε τους πιο πολλούς βαθμούς στο Καραϊσκάκης; Ο Παναθηναϊκός. Τα ντέρμπι είναι ντέρμπι. Τις προάλλες έβλεπα τη Σεβίλλη που δεν είναι καλή φέτος και με τη Ρεάλ ήταν τρομερή. Τα μικρά ματς να φοβάσαι. Αν παίρνεις τα ματς στην επαρχία, τα ντέρμπι δεν τα φοβάσαι. Παλιά ο ΠΑΟΚ έβγαινε από τα Τέμπη και ήταν χαμένος από χέρι. Όταν πήρε τους τίτλους, νικούσε και μακριά από την Τούμπα».
Το πέναλτι του Παπουτσέλη πώς το θυμάστε;
«Άστο, τι να σου πω… Εδώ ύστερα από καιρό, στην πανδημία, ο Παπουτσέλης δεν είπε ότι εγώ του είχα δώσει συγχαρητήρια; Βλακείες. Δεν έχετε δει τη φωτογραφία με τη φάτσα μου πώς ήταν όταν του διαμαρτυρήθηκα; Εγώ να του πω “συγχαρητήρια”;».
Σ’ εκείνο το ματς πώς νιώσατε;
«Όπως νιώθει ο οποιοδήποτε που αδικείται. Μια φορά που είχαμε χάσει 4-2 από τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ… Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτά. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…».
Απ’ όλους αυτούς τους συμπαίκτες που είχατε – πέρα από τον Βαζέχα – με ποιους άλλους είχατε καλές σχέσεις;
«Μέχρι τώρα έχω πολύ καλή χημεία με τον Καλλιτζάκη. Ο Γιάννης στο κεφάλι ήταν φοβερός. Αν ο Γιάννης πήγαινε στο πρώτο δοκάρι, έλεγα ότι αν περάσει η μπάλα στο δεύτερο δοκάρι είμαι εγώ. Μου κάρφωσε δύο αυτογκόλ, αλλά πόσα έσωσε… (γέλια)».
Είναι άδικο που πολλοί τον αποκαλούν «τσεκούρι»;
«Επαιζε δυνατά αλλά όχι αντιαθλητικά. Ποτέ! Ασχετα που τον έλεγαν “νίντζα” – μπορεί μικρός να ήταν πιο άτεχνος αλλά είναι ένα φοβερό παιδί και φυσικά ήταν ένας καταπληκτικός αμυντικός».
Το «βουνό» πώς προέκυψε;
«Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος, όταν είχα έρθει στην Ελλάδα με έβαλε στην Ακρόπολη, άνοιξα τα χέρια και είχε γράψει: “το ένα βουνό έκρυψε το άλλο βουνό”. Ο “Σαίξπηρ”, έτσι τον λέω τον Μένιο».
Το μουστάκι το ξυρίσατε ποτέ;
«Ναι, μία φορά και έκλαιγαν το κορίτσια μου. Δεν με αναγνώρισαν». (γέλια)
Με τον Παναθηναϊκό ήταν εύκολο να ανανεώνετε τη συνεργασία σας;
«Το πρώτο μου συμβόλαιο ήταν για δύο χρόνια. Μετά με φώναξε ο “Καπετάνιος” ήταν εύκολο να υπογράψω το δεύτερο συμβόλαιο και στο τελευταίο ούτε που με φώναξε… Μου λέει: “Σου ανανέωσα το συμβόλαιο για 5 χρόνια”. Του είπα: “Πρόεδρε ό,τι γουστάρεις”. Ήμουν 33 ετών, πίστευα ότι θα μου το ανανεώσει για δύο χρόνια, αλλά από τη στιγμή που το ανανέωσε για πέντε χρόνια τι να έλεγα; Όχι;».
Είχατε ποτέ την ευκαιρία να πάτε σε άλλη ομάδα;
«Ο Παναθηναϊκός δεν με άφησε να πάω στην Εβερτον. Θυμάστε τον Κένταλ που ήταν προπονητής στην Ξάνθη; Αν δεν κάνω λάθος ήταν το 1994, με ήθελαν και μου έκαναν πρόταση, αλλά δεν με άφησε ο Βαρδινογιάννης. Είχα προτάσεις και από Βέλγιο και από Γερμανία αλλά δεν προχώρησε κάποια απ’ αυτές».
Τι σας έχει αφήσει ο Παναθηναϊκός;
«Μακάρι να περάσει κάποιος όπως πέρασα εγώ στον Παναθηναϊκό, όπως σας είπα. Εγώ δύσκολα άλλαζα ομάδα. Επαιξα πέντε χρόνια στην Ρουχ, άλλα πέντε στην Γκόρνικ, που πάντα ήθελα να παίξω, μετά έμεινα 9 χρόνια στον Παναθηναϊκό σε μια εποχή που έπαιζαν τρεις ξένοι. Στο τέλος όταν ήταν να φύγω, ο Βαρδινογιάννης μού έδινε δώρο 8.000.000 δραχμές αλλά εγωιστικά και μόνο δεν δέχτηκα να το πάρω. Αυτό δεν είναι αγάπη για την ομάδα; Πέρασα καλά και είπα ότι δεν τα θέλω».
Ο Καπετάνιος τι άνθρωπος είναι;
«Μια χαρά άνθρωπος… Νορμάλ. Αυτός που πληρώνει έχει πάντα περισσότερο δίκιο. Νικούσαμε – χάναμε ήταν μια χαρά. Αν χάναμε μας έβαλε ποτέ πρόστιμο; Ποτέ! Αλλοι πρόεδροι αν έχαναν από τον Παναθηναϊκού έβαζαν 1.000.000 δραχμές πρόστιμο. Δεν θα πω ομάδες… Όταν μας νικούσαν έδιναν πριμ 1.000.000 δραχμές και όταν έχαναν από την Καβάλα για παράδειγμα έβαζαν 1.000.000 δραχμές πρόστιμο. Και ήταν όλοι χαρούμενοι! Το πριμ το έγραφαν με μεγάλα γράμματα, το πρόστιμο στην τελευταία σελίδα.
Το κλίμα στην ομάδα πώς ήταν;
«Βρε, μακάρι τέτοια αποδυτήρια να είχαν όλες οι ομάδες. Παίζαμε διπλά και όποια ομάδα έχανε έκανε το τραπέζι. Στην Παιανία ήταν μια ταβέρνα εκεί κοντά και όποια ομάδα έχανε έκανε το τραπέζι εκεί. Γινόταν στις προπονήσεις πόλεμος, το τάκλιν πήγαινε στο λαιμό που λέει ο λόγος. Δεν ήταν θέμα χρημάτων, αλλά υπήρχε το κίνητρο».
Πλάκες;
«Πλάκες…. Ξέρεις τι είναι να παίζεις με τον Άγιαξ στον ημιτελικό και να παίζεις χαρτιά μέχρι στις 3-4 τα ξημερώματα και να νικάς; Και στη ρεβάνς που πήγαμε για ύπνο στις 11 το βράδυ, χάσαμε. Δηλαδή, τι μ@λ@κι@ κάναμε που δεν παίξαμε χαρτιά και εκεί! Κι αυτό είναι αλήθεια. Εγώ δεν έπαιζα χαρτιά, αλλά ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του τρόπο να ρυθμιστεί. Αλλος πάει για ύπνο, άλλος δεν πάει, άλλος ξυπνάει με φραπέ μεσημεριανό. Τότε όμως βγαίναμε όλοι μαζί». (γέλια)
Μπουζούκια;
«Ο κύριος Γιώργος (Βαρδινογιάννης) μετά από νίκες σε ντέρμπι, μας ρωτούσε ποιο μαγαζί κλείσαμε. Εγώ δεν είμαι άνθρωπος που πάει στα μπουζούκια».
Πού πηγαίνατε;
«Κάθε ντέρμπι κι άλλο μαγαζί. Όπου συμφωνούσαν οι αρχηγοί… Κάθε Τετάρτη μετά τα ευρωπαϊκά ματς πηγαίναμε μπουζούκια και την Κυριακή είχαμε ματς για το πρωτάθλημα. Και αντέχαμε! Όλο αυτό με τα τραπέζια το ξεκίνησε ο Όσιμ. Δεν τα πηγαίναμε καλά κάποια στιγμή και 1 φορά ανά 2 εβδομάδες πηγαίναμε όλοι μαζί για φαγητό. Αυτό το κρατήσαμε κι οι παίκτες. Μπορεί να είχαμε προπόνηση στις 5 το απόγευμα και ήμασταν στην Παιανία από τη 1 το μεσημέρι. Είχαμε το δωμάτιό μας, το φαγητό μας… Κάποιοι έπαιζαν τάβλι».
Εσείς πώς χαλαρώνατε;
«Χαλαρώναμε με την κουβέντα, την κ@υλ@ντ@. Θυμάμαι μια φορά παίζαμε στο Λονδίνο σ’ένα τουρνουά με Σαμπντόρια και Αρσεναλ. Η Σαμπντόρια είχε τον Μπόσκοφ προπονητή, με παίκτες τους Βιάλι, Μαντσίνι, Κάτανετς, Λομπάρντο… Όλοι αυτοί ήταν στο σαλόνι. Όποιοι κάπνιζαν, κάπνιζαν μπροστά του. Τι να πεις στον Βιάλι; Να μην καπνίζει; Αυτός τον έβγαλε πρωταθλητή.
Από τους προπονητές που είχατε ποιοι σας έχουν μείνει;
«Ο Ρότσα ωραίος χαρακτήρας, ο Δανιήλ πιο σοβαρός, γερμανικής σχολής, πειθαρχημένος, αλλά για μένα ο καλύτερος προπονητής ήταν ο Όσιμ. Μου άρεσε και ως προπονητής, είχε ένταση η προπόνηση μαζί του».
Θυμάστε κάτι προσωπικό μαζί του;
«Ναι, χάσαμε στον ΠΑΟΚ 3-1 με κάτι γκολ… με τη μπάλα να χτυπάει στον Καλλιτζάκη και να μπαίνει μέσα. Μετά παίζαμε με τον Άρη, σε ματς που ήρθε 1-1. Είχε πολύ κόσμο μπροστά μου και δέχτηκα ένα γκολ κάτω από τα πόδια.
Τότε ήταν που οι “καλοί” δημοσιογράφοι άρχισαν να γράφουν: “Τέλειωσαν τα ψωμιά των Πολωνών, ένας τα τρώει, ένας δεν σκοράρει”. Τώρα, κάποιοι απ’ αυτούς το παίζουν φίλοι. Εγώ δεν κρατάω κακίες όμως.
Με φώναξε, λοιπόν, ο Όσιμ και με ρώτησε για το πώς είμαι. Του απάντησα “είμαι μια χαρά”. Μου είπε ότι έγραφαν πως θέλω ξεκούραση. Του εξήγησα ότι είμαι μια χαρά και φώναξε το συνεργάτη του, βγάζοντας τα νεύρα του για όσα έγραφαν. Από εκείνη στιγμή ξεκίνησε το σερί με τα 10 ματς χωρίς γκολ. Και πάμε στην Καλαμαριά. Εκεί φώναξαν τα κανάλια και είπα: “Τώρα που ήρθαν τα κανάλια θα σπάσει το ρεκόρ. Ε, το ματς ήρθε 2-2, με τον Όσιμ να βρίζει».
Γούρια είχατε;
«Εμπαινα πάντα με το αριστερό στον αγωνιστικό χώρο».
Αλλες ωραίες ιστορίες;
«Ε, όταν θα γράψω το best seller μου… Αν γράψω αυτά που είδαν τα μάτια μου οι μισοί θα με αποθεώνουν κι οι άλλοι μισοί θα με βρίζουν. Είναι πολλές οι ιστορίες… Εμείς, είχαμε παίκτες που ήξεραν από καλαμπούρι. Και το καλό είναι ότι αυτοί που δεν έκαναν προπόνηση, έλεγαν: ¨Ρε μ@λ@κ@ τρέξε μη σε πλακώσω”. Ο Βαγγέλης Βλάχος ήταν ωραίος, έκανε πολλή παρέα με τον “Κόκο” (Λύσανδρος Γεωργαμλής). Εκαναν σουτ κι εγώ πάντα έμενα μετά την προπόνηση με τον “Σάρο” (Σαραβάκος). Ο Γεωργαμλής είχε δυνατά κουντεπιέ, ο Βλάχος ήταν πιο τεχνίτης. Ε, του είπε: “Ρε μ@λ@κ@, χαμηλά τη μπάλα, στα ψηλά είναι καλός”. Εγώ ήμουν καλός στα χαμηλά. Μου έριχνε ο Βαγγέλης χαμηλά και τα έπιασα όλα, με τον Βλάχο να του λέει: “Ρε Κόκο άντε γ@$$ου, στα χαμηλά είναι πιο καλός”».
Όταν έκλεισε η καριέρα σας, υπήρξε κάτι που δεν ζήσατε;
«Όχι, όχι… Η βλακεία ήταν στο τέλος μόνο, που είχα προτάσεις από καλύτερες ομάδες, αλλά έμεινα στην Αθήνα. Αλλά τότε φτιάχναμε το σπίτι και μου είπε η σύζυγός μου: “Θα με αφήσεις τώρα που είμαστε στα τούβλα;”. Κι έτσι πήγα στον Απόλλωνα. Θα μπορούσα να πάω και στον Ιωνικό του Κανελλάκη, με τον Μπρούστερ, αλλά ο “Καπετάνιος” μού ζήτησε να πάω στον Απόλλωνα και είπα “εντάξει”. Είχα προτάσεις από ΠΑΟΚ, Ηρακλή… Στον Ηρακλή ήθελα να πάω, αλλά η γυναίκα μου με κράτησε εδώ.
Στον Αθηναϊκό πήγα σε μια εποχή που ήθελα να σταματήσω, αλλά ανέλαβε προπονητής ο Κόβης τον οποίο εκτιμώ πολύ. Στον Απόλλωνα πηγαίναμε για προπονήσεις στα Κιούρκα, στη Ριζούπολη, στο ΟΑΚΑ και τους ζητούσα να μέναμε για παραπάνω προπόνηση και μου έλεγαν: “Τρελός είσαι; Θα κάνουμε σουτ και σέντρες;”. Ε, σε παρασέρνει η μιζέρια και λες “τέλος”.
Στον Αθηναϊκό ήταν ένας μάνατζερ που έπρεπε να βάλει τους παίκτες του. Νικήσαμε τον Πανιώνιο 2-1 και μετά μου είπαν ότι έπρεπε να βάλει άλλους για να τους πουλήσουν. Το ίδιο έγινε και στον Απόλλωνα».
Η ζωή μετά τη μπάλα πώς ήταν;
«Εμένα μου αρέσουν οι Ακαδημίες, τα παιδιά και ίσως να είναι βλακεία μου που δεν έγινα προπονητής».
Η Ελλάδα είναι πατρίδα σας;
«Είναι λες και είμαι στην Πολωνία. Τα πρώτα χρόνια λες να μείνω δύο χρόνια, μετά όμως κοιτάς τα παιδιά. Τα παιδιά μου πήγαν στο Αμερικάνικο κολλέγιο, μετά έχεις αποκτήσει φίλους, έχεις τη ζωή σου κι αν περνάς καλά δεν φεύγεις.
Εγώ κι η σύζυγός μου είμαστε τώρα στο σπίτι. Εχουμε και το σκυλάκι μας, τις δουλειές μας, εγώ είμαι στην εταιρία του κύριου Τάκη Παναγάκου, την Admiral. Ευχαριστώ πολύ και τον κ. Τάκη και το γιο του για όλα αυτά τα χρόνια. Η γυναίκα μου δουλεύει στο λογιστήριο της εταιρίας τους. Βρήκα στο δρόμο μου καλούς ανθρώπους που με βοήθησαν και τους βοήθησα. Μερικές φορές ο Παναθηναϊκός έπαιζε με άλλη μάρκα κι εγώ έπαιζα με τη φανέλα της Reus. Σε κάθε ματς ο Μαυροκουκουλάκης πλήρωνε πρόστιμο 10.000 ελβετικά φράγκα. Ο “Καπετάνιος” μού ζήτησε να τη βγάλω και εγώ του έλεγα: “Πρόεδρε είναι η τυχερή, θα πάμε στον τελικό μ’ αυτήν”. Μου έλεγε: “Αντε παίξε”. Τώρα αυτή τη φανέλα την έχει ένας Παναθηναϊκός στο σπίτι του, ο Κώστας. Αυτός μαζεύει όλες τις φανέλες μου».
Ο Βάντσικ δεν έχει θέση στο ποδόσφαιρο σε επαγγελματικό επίπεδο; Δεν θα μπορούσατε να είστε στον Παναθηναϊκό;
«Σας είπα ότι τα παλιά χρόνια ήταν να πάω στην ομάδα, αλλά μου ζήτησαν το βιογραφικό μου. Δεν ήξεραν πώς είναι η μπάλα αυτοί οι άνθρωποι. Ή ήμουν τόσο κακός ή δεν έκανα για μπάλα. Αν ήταν ο “Καπετάνιος” δεν θα ήμουν στον Παναθηναϊκό; Αυτοί όμως που ήταν τότε δεν ήξεραν από μπάλα… Ίσως γνώριζαν από βόλεϊ. Είχαμε συμφωνήσει σε όλα και ένας παράγοντας εκεί μού είπε: “Δεν μας φέρατε το βιογραφικό σας;”. Ε, όπως ήμουν σηκώθηκα και έφυγα.
Στη ζωή δεν μου χαρίστηκε τίποτα. Βρήκα στο δρόμο μου κάποιους ανθρώπους που με βοήθησαν πολύ και γι’ αυτό κάνω και κάθε χρόνο στην Πολωνία αυτό το ματς προς τη μνήμη του πρώτου μου προπονητή. Το μεγαλύτερο όπλο στη ζωή μου είναι η γυναίκα μου. Είμαστε μαζί 40 χρόνια, είναι ένας άγγελος. Εμεινε μ’ έναν ποδοσφαιριστή όπου έκανε συνεχώς ταξίδια και είχε να μεγαλώσει δύο μικρά παιδιά. Της βγάζω το καπέλο. Γύριζα στο σπίτι και πάντα είχα φαγητό, πάντα με ξεκούραζαν.
Εχουμε δύο φανταστικές κόρες. Επέστρεφα στο σπίτι και το βράδυ ξαπλώναμε μαζί και μου έλεγαν τα νέα τους από το σχολείο. Καμιά φορά κοιμόμασταν και μαζί. Μερικές φορές όταν επέστρεφα από ταξίδια όπου χάναμε, έβλεπες τη ζεστή αγκαλιά της γυναίκας σου και των παιδιών σου και όλα τα νεύρα σού έφευγαν. Όπως και το άγχος και το στρες. Αυτό είναι το μυστικό. Τώρα είμαι και παππούς, έχω και δύο εγγόνια και ακόμη κάνουμε διαλόγους με τη σύζυγό μου. Αναρωτιέμαι αν είναι παράξενο ή καλό και νομίζω είναι καλό. Όταν περάσεις τις δυσκολίες με τον άνθρωπό σου, μετά όλα τα βλέπεις με άλλη ματιά».
Συνδεθείτε στην ομάδα του Newspao.gr στο Viber Ακολουθείστε τo Newspao.gr στο Google News