«Δεν με έδιναν στον ΠΑΟ, αν με ζητούσε ο Ολυμπιακός, ο Θωμάς θα τα έβρισκε μαζί τους»

«Δεν με έδιναν στον ΠΑΟ, αν με ζητούσε ο Ολυμπιακός, ο Θωμάς θα τα έβρισκε μαζί τους»

Ο Γιάννης Σκοπελίτης μίλησε για τον Παναθηναϊκό και τις σχέσεις που είχε το Αιγάλεω με τον Ολυμπιακό.

Ο εμβληματικός αρχηγός του Αιγάλεω, μίλησε στο Gazzetta για τη ζωή που (δεν) έζησε! Από τον Απόλλωνα και τον Παθιακάκη, στο Αιγάλεω.

Η στιγμή που του έκανε το κλικ μέσα του και να τον οδήγησε στο να δουλεύει καθημερινά, ο «στυγνός» Θωμάς Μητρόπουλος, ο Χατζάρας που στην αρχή δεν ήθελε να τον βλέπει, οι συμπαίκτες – «αδέρφια» του, τα μπουζούκια, οι πλάκες στα αποδυτήρια. Είναι τόσες οι στιγμές που έζησε ο κάπτεν μιας ομάδας – όνειρο. Δεν μπορεί εύκολα κάποιος να τις αποτυπώσει μέσα σε μια συνέντευξη. Ο Γιάννης το προσπάθησε και έβγαλε από μέσα του όσα έζησε κι όσα όχι.

Του έχει μείνει ένα «γιατί», επειδή δεν του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει σε μια «μεγάλη» ομάδα στην Ελλάδα. Αυτό θα γινόταν, αν ο Θωμάς Μητρόπουλος δεν ζητούσε 1.500.000 ευρώ από τον Παναθηναϊκό, όταν ο Ζάετς τον είχε βάλει στο… μάτι. Ο δανεισμός στην Πόρτσμουθ, η αστεία στιγμή με τον Άλαν Σίρερ, τα 2-3 γκολ που δεν έβαλε και ενδεχομένως να τον είχαν κρατήσει στην Premier League, τα περισσότερα χιλιόμετρα που έκανε ακόμα και από τον Κριστιάνο Ρονάλντο.

Ένιωσε ποτέ αυτό το περίφημο «το Αιγάλεω κι ο Ολυμπιακός να νικάνε…»; Η μυθική καριέρα στην Κύπρο και το απωθημένο που δεν έχει επειδή δεν έπαιξε στην Εθνική. Μέσα από τα παρακάτω λόγια, ο «Σκόπε» μάς μεταφέρει σε μια άλλη εποχή. Στην εποχή 20-30 (κι όχι μόνο), τότε που περίμενε να νικήσει η ομάδα του, να πάρει τα φιλαράκια του και να πάνε να διασκεδάσουν σε κάποιο νυχτερινό σχήμα. Γιατί, τότε, αυτό ήταν και το πριμ τους.

Πηγαίνοντας στον Απόλλωνα, κατάλαβες ότι είσαι ένα παιδί που έχει το κάτι παραπάνω για να παίξει μπάλα; «Όχι, σε καμία περίπτωση. Ήμουν καλός, από τους καλούς παίκτες της ομάδας αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήμουν από τους καλύτερου,ς ούτε πως φανταζόμουν ότι θα κάνω καριέρα. Το πάλευα όμως. Μπορώ να πω ότι το σημείο “0” στην καριέρα μου, το σημείο που γύρισε κάτι στο κεφάλι μου, ήταν στα 19 μου χρόνια. Ήταν ένας τραυματισμός, είχα πάθει ρήξη πρόσθιου χιαστού. Είχα πάει στο Αιγάλεω, η ομάδα τότε ήταν στη Γ’ Εθνική και εγώ ήμουν 19 ετών. Στο Αιγάλεω τότε δεν έπαιζα, μου γύρισε και το γόνατο και έπαθα χιαστό. Το Αιγάλεω τότε είχε σοβαρά προβλήματα, χωρίς να πληρωνόμαστε στη Γ’ εθνική. Πολύ δύσκολη στιγμή. Μιλάμε για πριν Θωμά εποχή. Ήταν μια δύσκολη εποχή για εμένα. Σκέψου ήμουν 19 ετών και έπαθα πρόσθιο χιαστό και δεν έπαιζα. Ήμουν στο νήμα για να μην παίξω ποτέ ποδόσφαιρο».

Σκέφτηκες να σταματήσεις; «Όχι, δεν το σκέφτηκα. Εκεί μού γύρισε κάτι στο κεφάλι μου και είπα: “Θα παίξω μπάλα”. Γίνομαι άνθρωπος της προπόνησης από εκείνο το σημείο και μετά, ενώ μπορώ να πω ότι δεν ήμουν. Εγινα ο άνθρωπος που πήγαινε πρώτος στην προπόνηση και έφευγα τελευταίος. Πήγαινα στο γυμναστήριο, έβαλα το σώμα μου στη διαδικασία να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. Αυτός ο τραυματισμός ήταν ορόσημο και από τότε, μπορώ να πω, ότι η πορεία μου ήταν αυτή που ήταν. Αλλά εκείνη τη μέρα ξεκίνησα να χτίζω».

Να το πάμε λίγο πιο πίσω. Στον Απόλλωνα, υπήρξε κάποιος που σε πίστεψε; «Δεν με πίστεψαν πάρα πολύ. Στους μικρούς είχα προπονητές τον Μπάμπη Υφαντή, τον Μαστρακούλη… Είναι μορφές του Απόλλωνα αυτοί οι άνθρωποι και με βοήθησαν πολύ στις μικρές ηλικίες. Μετά όταν πήγα στην Α’ ομάδα, πιστεύω ότι με πίστεψε ο Γιάννης Παθιακάκης. Ήταν πάρα πολύ αυστηρός, αλλά θεωρώ ότι με πίστεψε γιατί εκείνος με έκανε να υπογράψω το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο».

Και φεύγεις, λοιπόν για το Αιγάλεω. Γιατί εκεί; «Δεν μπορώ να θυμηθώ καν. Νομίζω ότι μέσω γνωστού γνωστού του πατέρα μου έγινε. Κάποιος μου είπε: “Πήγαινε να δοκιμαστείς στο Αιγάλεω”. Εκανα ένα δοκιμαστικό, πήγα πάρα πολύ καλά και με υπέγραψαν. Πήγα εκεί αλλά ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ τις πρώτες δύο χρονιές. Δεν ήμουν και εγώ ο παίκτης που ήθελα, που έγινα αργότερα, που ό,τι ήθελα θα πάλευα για να τα καταφέρω. Δεν προσπαθούσα πάρα πολύ και δεν ήμουν τόσο καλός. Ήμουν ένα παιδί που απλά υπήρχε στην αποστολή της ομάδας. Ήμουν 19 χρονών και δεν έπαιζα στη Γ’ Εθνική. Πολλές φορές κάθομαι και σκέφτομαι την εξέλιξη που είχα. Δεν έπαιζα Γ’ Εθνική και ίσως δεν άξιζα να παίζω και στα 26 μου προς 27 πήρα μεταγραφή στην Premier League».

Και πιο πριν ήσουν αρχηγός ομάδας που βγήκε Intertoto. «Βγήκαμε Europa League. Ποιο Intertoto!».

Δεν μπορούσες να σε φανταστείς να δουλεύεις και γι’ αυτό έβαλες πείσμα να γίνεις ποδοσφαιριστής; «Όχι. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι έγινε. Απλά έχει να κάνει καθαρά με το ότι βγήκε προς τα έξω ο πραγματικός μου χαρακτήρας. Ο εγωισμός. Μπορώ να πω ότι είμαι ένας παίκτης που έπαιξε λόγω της πολλής προπόνησης. Λόγω της πολλής δουλειάς».

Και του ταλέντου σου. Είχες τα αγγίγματα στη μπάλα, τα σουτ… Γνώμη μου. Πώς βιώνεις την περίοδο του τραυματισμού; «Τίποτα… Θα σου πω ότι θεραπεία έκανα σχεδόν μόνος μου. Είμαι πάρα πολύ τυχερός σ’ αυτό το κομμάτι. Γιατί η αποθεραπεία μου πάει πολύ καλά. Δεν έχω καταλάβει πόσο σοβαρή επέμβαση έχω κάνει. Κάνω θεραπεία μόνος μου και το πόδι μου δεν μου πρήζεται και δεν με πονάει. Παιδιά που πηγαίνουν στους καλύτερους φυσικοθεραπευτές και πάλι ζορίζονται. Εγώ είχα ένα χαρτί – πρόγραμμα από το γιατρό και έκανα ασκήσεις μόνος μου. Στο 5μηνο-6μηνο που ήρθε η ώρα να μπω στην προπόνηση, έκανα τάκλιν από την πρώτη εβδομάδα. Η ομάδα τότε είχε προπονητή τον Τάκη Μανδραφλή, ο οποίος μπαίνω μέσα, κάνω επτά προπονήσεις και μου λέει: “Μπαίνεις αποστολή, παίζεις”. Δεν θυμάμαι σε ποιο ματς ήταν, αλλά θυμάμαι ότι με έβαλε κι έπαιξα σε όλο το δεύτερο ημίχρονο. Κι από τότε άρχισα να παίζω στο Αιγάλεω».

Μικρός υποστήριζες κάποια μεγάλη ομάδα, στην οποία ονειρευόσουν να παίξεις; «Μικρός ήμουν Ολυμπιακός, αλλά δεν ονειρευόμουν. Νομίζω ότι ως άνθρωπος πετύχαινα τους στόχους μου βήμα – βήμα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ως παίκτης του Απόλλωνα θα έκανα καριέρα στον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό… Μόνο όταν ήμουν στο Αιγάλεω και άρχισε να με ζητάει ο Παναθηναϊκός, άρχισα να το πιστεύω και να λέω ότι θα κάνω το βήμα σε μια μεγάλη ομάδα. Μέχρι τότε, πήγαινα βήμα – βήμα. Επρεπε να δω ότι είμαι στο επίπεδο για να παίξω εκεί».

Θαύμαζες ποδοσφαιριστές; «Ναι, θαύμαζα τον Ντάβιντς. Τρελαινόμουν! Ακόμη τον αναφέρω στο γιο μου. Του λέω: “Να γίνεις σαν αυτόν” και μου λέει “ποιος είναι αυτός;” (γέλια). Ο γιος μου είναι 6 ετών, πού να ξέρει τον Ντάβιντς. Μου άρεσε ο Μακελελέ, γιατί έπαιζα και τη θέση και έλεγα ότι θέλω να γίνω σαν αυτόν. Αργότερα ήταν κι ο Γιάγια Τουρέ, αλλά ήμουν ήδη ποδοσφαιριστής. Είχα τρέλα με τον Ρομπέρο Μπάτζιο. Σε όποια ομάδα πήγαινε υποστήριζα την ομάδα του. Πήγαινε στη Μίλαν; Ήμουν Μίλαν. Πήγαινε στη Γιουβέντους; Ήμουν Γιουβέντους. Είμαι από τα παιδιά της γενιάς του Μαραντόνα. Οπότε και τώρα μοιραία οι Ελληνες ηλικίας 35-55 ετών, πιστεύω ότι έχουμε μια κρυφή σημαία της Αργεντινής στην τσάντα μας. Δεν ξέρω. Εχώ αυτές τις αναμνήσεις. Και τώρα έχω κι αυτήν την τρέλα με τον Μέσι».

Τη χρονιά της ανόδου πώς τη θυμάσαι; «Είχαμε καλή ομάδα αλλά και οικονομικά προβλήματα. Με Τάκη Μανδραφλή ανεβήκαμε, εγώ ήμουν ο πιο μικρός της ομάδας και με πρόσεχαν όλοι. Περνάγαμε ωραία, είχαμε κάνει πραγματικές φιλίες. Δηλαδή, οι φιλίες στο ποδόσφαιρο ξεκίνησαν από τότε. Όμως, με δυσκολίες. Δεν πληρωνόμασταν. Εγώ δεν σκεφτόμουν τα λεφτά τότε, αλλά χρειαζόσουν και κάποια για να ζήσεις».

Ανεβαίνετε και αναλαμβάνει, λοιπόν, ο Μητρόπουλος… «Αναλαμβάνει ο Μητρόπουλος, έρχεται προπονητής ο Χατζάρας και χτίζεται μια ομάδα με νέους παίκτες. Σχεδόν όλοι είναι καινούργιοι παίκτες. Μένω εγώ, ο Σουρλής και είχε μείνει κι ο αδερφός μου, ο Γιώργος. Νομίζω ότι είχε μείνει κι ο Βραζιλιάνος, ο Ντε Σόουζα. Αυτοί οι τέσσερις μείναμε και ξεκινήσαμε… Εκεί ήρθε ο Αγρίτης, ο Χλωρός, ο Παπουτσής, ο Μανουσάκης, ο Κόγιογλου, ο Μεϊδάνης. Ξεκίνησε η ομάδα κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να καταλαβαίνω ότι είμαι σε μια ομάδα που λειτουργεί σε επαγγελματικά πρότυπα. Να πληρώνεσαι, να υπάρχει βοηθητικό, γήπεδο…».

Πώς θυμάσαι εκείνη την παρέα που άρχισε να δημιουργείται και να γράφει ιστορία; Πιστεύατε ότι θα πετύχετε όλα αυτά που είδαμε; «Αυτά ήρθαν μόνα τους, χωρίς να τα σκέφτεσαι. Δεν τα σκεφτόμασταν καν. Εμείς τότε ήμασταν πιτσιρικάδες και όλοι ελεύθεροι. Σημαντικό. Είναι διαφορετικό να πηγαίνεις σε μια ομάδα που είναι όλοι παντρεμένοι κι ο καθένας έχει το πρόγραμμά του. Εμείς ήμασταν 20-24 ετών, όλοι ελεύθεροι. Πηγαίναμε για καφέ όλοι μαζί, μετά στην προπόνηση όλοι μαζί, ξαναπηγαίναμε καμιά 15αριά άτομα για καφέ, τα βράδια αν νικούσαμε, βγαίναμε και πηγαίναμε στα μπουζούκια ή σε κανένα κλαμπ πάλι όλοι μαζί. Δημιουργήθηκε μια φιλία που δεν σβήνεται εύκολα. Αργότερα συμπάθησα κι άλλα παιδιά σε άλλες ομάδες, που τους έκανα και φίλους μου, αλλά όταν έχεις οικογένεια και παιδιά δεν είναι όλα εύκολα. Δεν είναι το ίδιο και δεν μπορεί να γίνει αυτό το δέσιμο. Οπότε, στο Αιγάλεω συνέβη αυτό το μαγικό λόγω του ότι είχαμε το νεαρό της ηλικίας. Και είχαμε και κάτι άλλο πολύ ωραίο: Όλοι οραματιζόμασταν, όλοι σκεφτόμασταν ότι θα παίξουμε, ότι θα πάρουμε μεταγραφή και ότι θα βγάλουμε λεφτά. Όλοι το φανταζόμασταν και το περιμέναμε και περνούσαμε πολύ ωραία».

Σίγουρα θα έχεις πολλά να μου πεις για το τι κάνατε και είχατε τόσο καλό κλίμα μέσα στα αποδυτήρια. «Υπάρχουν πολλά πράγματα που έχω να πω… Σίγουρα όταν μπήκαμε στους ομίλους του UEFA τότε, που προκριθήκαμε μέσα στην Τουρκία. Υπάρχει και μια φωτογραφία: Εκεί που έχει τελειώσει το ματς, το οποίο ήταν πολύ δύσκολο ματς, μας πίεσε πολύ αυτή η ομάδα, τα συναισθήματα ήταν πολύ δυνατά. Θυμάμαι και την προηγούμενη χρονιά, που είχαμε μείνει 14 ματς αήττητοι – περνούσαμε τέλεια. Ημασταν απόλυτοι επαγγελματίες αλλά περιμέναμε πώς και πώς να έρθει το ματς της Κυριακής για να βγούμε. Αυτό ήταν το πριμ μας. Αν χάναμε δεν θέλαμε να βγούμε, αλλά το ότι θα πηγαίναμε να βγούμε και να πιούμε ήταν αυτό που περιμέναμε. Ότι θα βγαίναμε όλοι μαζί. Υπήρχαν φορές που δεν μας χωρούσαν τα τραπέζια. Κλείναμε δύο τραπέζια η ίδια παρέα. Περνούσαμε ωραία κι όποιο παιδί κι αν ρωτήσεις αυτό θα σου πει: Ότι περνούσαμε ωραία».

Σας έβγαζε κι ο Χατζάρας το χαβαλέ; Μπορεί να ήταν αυστηρός αλλά νομίζω ότι κι αυτός βοηθούσε στις πλάκες. «Νομίζω ότι τον κερδίσαμε τον Χατζάρα – τον κερδίσαμε με τη διάρκεια. Στην αρχή ήταν αρκετά αυστηρός. Όταν είχε πρωτοέρθει ήταν πολύ αυστηρός και κλειστός άνθρωπος. Όσο περνούσε ο καιρός τού βγάλαμε μια μεγάλη εμπιστοσύνη και έβγαλε κι αυτός τον πραγματικό του εαυτό. Με το χαβαλέ, όταν νικούσαμε με τα αστεία του, με την άνεσή του. Σκέψου ότι εγώ μπορεί να έγινα στην πορεία ένας από τους αγαπημένους του παίκτες, αλλά στην αρχή της πορείας μας δεν ήθελε να με βλέπει».

Για πες μου γι’ αυτό. «Ναι, στην αρχή δεν με ήθελε ποδοσφαιρικά. Εκεί έβγαλα δύο πράγματα: Τον εγωισμό που είχα και δούλευα στα κόκκινα ασταμάτητα και δεύτερον βελτιωνόμουν. Αυτό δεν το καταλάβαινα τότε, το κατάλαβα τώρα. Ο λόγος που άλλαξε ο Χατζάρας ήταν ότι μέσα απ’ αυτό που έκανα βελτιωνόμουν ως παίκτης και γινόμουν κι ο ποδοσφαιριστής που εκείνος ήθελε».

ο ματς που σημαίνει πολλά για σένα ως Γιάννης συναισθηματικά; «Αλήθεια δεν μπορώ να θυμηθώ και δεν μπορώ να πω ότι κάποια ματς μού έμειναν πολύ ιδιαίτερα… Δεν μπορώ να θυμηθώ».

Σε ποια έδρα πηγαίνατε και γουστάρατε να πηγαίνετε; «Είχαμε προλάβει τη Φιλαδέλφεια και ήταν ωραία η αίσθηση εκεί. Εχουμε παίξει ένα ματς, στο οποίο ο Ντέμης Νικολαΐδης έχει τσακωθεί με τον Ψωμιάδη κι ο Ντέμης έχει φύγει από την ΑΕΚ. Το ματς στο οποίο ο Νικολαΐδης επιστρέφει είναι ΑΕΚ-Αιγάλεω. Τον περίμενε ο κόσμος πώς και πώς. Όπως πηγαίναμε για το γήπεδο λέγαμε εμείς: “Θα φάμε τέσσερα, θα έχει κατηφόρα”. Εμείς είχαμε καλή ομάδα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι βάλαμε γκολ στο πρώτο λεπτό, αλλά το ματς το χάσαμε 3-2, έγινε ντέρμπι. Όμως το γκολ μας το βάλαμε σε 30 ή 40 δευτερόλεπτα. Ήταν ωραίο ματς κι οι ΑΕΚτσήδες είχαν δημιουργήσει ωραία ατμόσφαιρα επειδή ο Ντέμης είχε νικήσει σε όλη αυτή τη φασαρία. Από εκεί και πέρα, έντονα ήταν τα ματς με τις γειτονικές ομάδες. Με την Προοδευτική που ήταν πολύ καλή ομάδα, με τον Ιωνικό που ήταν έμπειρη ομάδα. Παίζαμε δυνατά. Με τον Ατρόμητο, ο οποίος έγινε πολύ καλή ομάδα».

Λείπουν αυτά τα ματς από τη Super League; «Λείπουν. Ίσως δεν έπρεπε να γίνονται αυτά τα ματς τύπου “Κλουβί” (σ.σ. έδρα Προοδευτικής), να έρθει ο αντίπαλος και να πρέπει να περάσει από 40 διμοιρίες».

Εκεί περνούσατε δύσκολα; «Και εμείς και αυτοί σε εμάς. Βέβαια δεν θυμάμαι ποτέ με Προοδευτική ή Ιωνικό να τσακωθούμε. Ήταν κι αυτοί καλοί ποδοσφαιριστές, υπήρχαν δυνατά ματς αλλά παρατράγουδα δεν υπήρχαν. Φαντάσου ότι εμείς χρησιμοποιούσαμε την έδρα της Προοδευτικής για κάποιο διάστημα. Απλά κάναμε πολύ δυνατά παιχνίδια. Ίσως παρατράγουδα να γινόντουσαν στους δρόμους από τους οπαδούς».

Θυμάσαι πολύ σοβαρά επεισόδια; «Θυμάμαι σ’ ένα Αιγάλεω – Ατρόμητος σε χαμηλή κατηγορία, νομίζω παίζαμε στη Γ’ Εθνική. Εκεί γινόντουσαν “σκοτωμοί” και στην εξέδρα αλλά είχαμε μάθει μέχρι και για μαχαιρώματα σε γειτονιές».

Ναι, αλλά δεν σας έβλεπαν και ως την ομάδα του Θωμά Μητρόπουλου; «Ναι, έχουμε παίξει ένα σοβαρό ματς, ημιτελικά Κυπέλλου – δεν θυμάμαι τη χρονιά – με τον Αρη και έχουμε έρθει 1-1 στο Αιγάλεω. Εδώ να δεις ιστορία που έχω. Βλέπω όνειρο ότι κερδίσαμε 3-0 και λέω στον Αγρίτη: “Ανέστη είδα όνειρο ότι κερδίσαμε 3-0, αλλά έχω ένα καλό κι ένα κακό”. “Ναι; Τι;”, μου λέει. “Το καλό είναι ότι νικήσαμε 3-0, το κακό είναι ότι έβαλα δύο γκολ εγώ. Δεν πάει καλά το όνειρο”. (γέλια). Ξεκινάει το ματς, στο 4΄βάζω γκολ και κάνω το 1-0 – καθώς πανηγυρίζουμε φώναζε ο Αγρίτης: “Το όνειρο, το όνειρο”. Στη ρεβάνς του Χαριλάου, το ματς ήρθε 0-0 και πήγε τελικό ο Άρης. Τελικός στην Τούμπα με Άρη και ΠΑΟΚ. Εμείς είχαμε αποκλείσει τον Παναθηναϊκό, με το γκολ του Χλωρού στη Λεωφόρο. Κι αυτό ωραίο ματς και δύσκολο».

Γενικά, τον Παναθηναϊκό τον πηγαίνατε καλά… «Ναι, είχαμε χτίσει μια μικρή καλή παράδοση. Σε εκείνο το ματς ήμασταν και τυχεροί γιατί ο Παναθηναϊκός είχε χάσει ευκαιρίες. Ήταν η χρονιά που ο Παναθηναϊκός είχε περάσει στο Champions League και είχε πάρα πολλά ματς στα πόδια του. Πολύ καλή ομάδα, αλλά είχε να παίξει πολλά ματς και εμείς το εκμεταλλευτήκαμε αυτό. Είχε να επιλέξει και τι θα κυνηγήσει. Εμείς νικήσαμε 0-1 στη Λεωφόρο, το ματς στο Αιγάλεω ήρθε ισοπαλία και πήγαμε στα ημιτελικά με Άρη. Ήταν δυνατή αυτή η νίκη».

Κάτι ακραίο στο δρόμο έζησες; «Ακραία έζησα μόνο στην Αγγλία, αλλά όχι ότι έγινε επειδή ήμουν εγώ, αλλά αυτοί εκεί έτσι βλέπουν το ποδόσφαιρο. Εβγαινες από τα αποδυτήρια και για να πας στο αυτοκίνητό σου που ήταν στα 200 μέτρα το και έκανες μία ώρα μέσα στο κρύο, για να υπογράψεις αυτόγραφα και να βγάλεις φωτογραφίες. Ακραία έζησα και στην Κύπρο, όταν έπαιζα στην Ανόρθωση. Μπορεί να περπατούσα στο δρόμο, να σταματούσε αυτοκίνητο και να πεταγόντουσαν από τα παράθυρα. Εδώ, στην Ελλάδα, δεν υπήρξαν ακραία περιστατικά. Θυμάμαι, όμως, ότι ήταν μια εποχή που είχα κερδίσει το σεβασμό σε μεγάλο βαθμό. Είχαμε πέσει στη Β’ Εθνική, τα συναισθήματα ήταν πολύ περίεργα και με έπιασαν οι οπαδοί και μου έλεγαν: “Σήκω φύγε και πήγαινε να παίξεις μπάλα”. Εγώ δεν έφυγα, δεν μπόρεσα εκείνη τη στιγμή να φύγω, ενώ ήθελα. Εφυγα τελικά στο τέλος του καλοκαιριού και πήγα στην Ανόρθωση. Θυμάμαι όμως ότι στην πρώτη προπόνηση στην προετοιμασία, εκεί που τρέχαμε, είχαν έρθει οπαδοί για να διαμαρτυρηθούν για τον υποβιβασμό. Και εκεί μού φώναζαν οι οπαδοί να φύγω εγώ από το γκρουπ των παικτών με τους οποίους έτρεχα. Ότι εγώ δεν είχα καμία δουλειά να τρέχω μ’ αυτούς. Εκεί ένιωσα άβολα. “Εσύ που έπαιζες Premier League τι δουλειά έχεις μ’ αυτούς”, κάπως έτσι τα έλεγαν. Τότε, είχαν φύγει όλα τα παιδιά με τα οποία ήμασταν μαζί όλα τα χρόνια στο Αιγάλεω και ένιωσα περίεργα για τους νέους παίκτες που είχαν έρθει. Ήταν όλα νέα παιδιά και ένιωσα άσχημα».

Άρα ένιωσες αγάπη στο Αιγάλεω. «Ενιωσα σεβασμό και εκτίμηση γιατί είχα δώσει πολλά. Δεν θέλω να ακουστεί κάπως, αλλά ήμουν σ’ αυτήν την ομάδα από παιδάκι και είχα πάει 29. Καλά χρήματα δεν είχα πάρει ακόμη, γιατί στο Αιγάλεω δεν είχα καλά συμβόλαια. Είχα προτάσεις, αλλά δεν έκατσα. Και οι οπαδοί οι ίδιοι ήθελαν να δουν το δικό τους παιδί να φτάνει πιο ψηλά. Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να μείνω στο Αιγάλεω, δεν ήταν αυτή η τρέλα μου, δεν ήθελα να πάω στις μεγάλες ομάδες. Εγώ, απλά, ήθελα να πάρω ένα σοβαρό συμβόλαιο. Αν έπαιρνα ένα σοβαρό συμβόλαιο στο Αιγάλεω δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να μείνω».

Δύσκολος ο Θωμάς σ’ αυτό, όμως, ε; «Πολύ».

Θυμάσαι την πρώτη συνάντηση μαζί του; «Την πρώτη όχι, δεν την θυμάμαι, αλλά θυμάμαι την τελευταία και ήταν πολύ κακή. Είχε έρθει ο πρόεδρος της Ανόρθωσης στα γραφεία και ήθελε να χαλάσει τη μεταγραφή, δεν δεχόταν τις κυπριακές επιταγές. Δεν βγήκε έξω να τον χαιρετήσει. Ήμουν εγώ, ο πρόεδρος της Ανόρθωσης κι ο μάνατζερ μου στο ένα γραφείο κι ο Στέλιος Πούλιος που τότε ήταν ο τεχνικός διευθυντής του Αιγάλεω έκανε τον “διερμηνέα”. Πήγαινε από το ένα γραφείο στο άλλο. Μία στον Μητρόπουλο μία σε εμάς. Δηλαδή, η λύση της συνεργασίας, που πήρε λεφτά και το Αιγάλεω από τη μεταγραφή, ήταν κακή».

Δεν μιλήσατε; «Όχι. Είχα και εγώ πρόβλημα όμως, γιατί είχα βγει και είχα δηλώσει ανοιχτά ότι θέλω να φύγω».

Ενιωσες αδικημένος; «Ναι, είχα νιώσει αδικημένος εδώ και καιρό. Νομίζω ότι πατούσαν – και ίσως να μην ισχύει αυτό που λέω – πάνω στο ότι εγώ θα μπω και δώσω το 100%. Εγώ έτσι ήμουν σε όλη μου την καριέρα. Μπορεί να μην ήμουν ικανοποιημένος, αλλά θα έκανα προπόνηση στο 100% και στο παιχνίδι θα τα έδινα όλα. Ενιωσα ότι εκμεταλλευόντουσαν αυτό».

Εσύ επιδίωξες να πάρεις το μεγάλο συμβόλαιο; Μίλησες στον Μητρόπουλο γι’ αυτό ή περίμενες να στο προσφέρει μόνος του; «Ναι, επιδίωξα και μεγάλο συμβόλαιο, επιδίωξα και μεταγραφή, επιδίωξα πολλά. Η ουσία είναι ότι κάποια στιγμή έπρεπε να ανταμειφθώ και να πάρω λεφτά».

Εκείνος τι σου έλεγε; «Ότι θα με πουλήσει. Το άσχημο είναι η τιμή που είχε ορίσει ήταν πολύ υψηλή, ήταν 1.500.000 ευρώ. Και στην Πόρτσμουθ που πήγα δανεικός, η ρήτρα για την αγορά μου ήταν 1.5000.000 ευρώ. Εγώ και τώρα το πιστεύω ότι ήμουν καλός παίκτης, καλό αμυντικό χαφ, μπορούσα να παίξω και να κάνω καριέρα σε μεγάλη ομάδα, αλλά 1.500.000 ευρώ δεν άξιζα».

Να φανταστώ ότι δεν ήσουν και παίκτης του προέδρου; Δηλαδή, δεν σε καλούσε να σου πει «παίξτε για ‘μένα». «Όχι και δεν το ήθελα κιόλας – σ’ αυτό δεν φταίει ο Μητρόπουλος. Ο Μητρόπουλος είχε ένα καλό, αυτό του το δίνω. Δεν είχε πολλά πολλά με τους παίκτες. Δεν χρειάζεται ένας πρόεδρος να έχει κολλητιλίκια με τους παίκτες κι αυτό είναι πάρα πολύ σωστό. Όμως και εγώ από την πλευρά μου σιχαινόμουν αυτό το πράγμα σε όλη μου την καριέρα».

Ρώτησα τον Χατζάρα και θα ρωτήσω και εσένα, σας πείραζε που ό,τι κι αν κάνατε μέσα στο γήπεδο, έλεγαν «εντάξει είναι η ομάδα του Μητρόπουλου»; «Κοίταξε να δεις. Μέχρι κάποιο σημείο ήταν άσχημο, αλλά η ομάδα μετά έγινε τόσο δυνατή αγωνιστικά που μας… έφυγε. Εβλεπες και στα μάτια των αντιπάλων ότι ήξεραν πως έχουν να κάνουν με μια πραγματικά καλή ομάδα. Ερχόταν μεγάλη ομάδα στο Αιγάλεω να παίξει κι αν μπορούσες να διαβάσεις τη γλώσσα του σώματος, θα καταλάβαινες… Για παράδειγμα ερχόταν ο Ολυμπιακός κι έλεγε: “Πω, πω θα ταλαιπωρηθούμε, για να περάσουμε από εδώ, πρέπει να είμαστε σοβαροί”. Εφυγε και το στίγμα κάποια στιγμή ότι ήμασταν προστατευμένοι».

Νιώσατε ότι όντως ήσασταν προστατευμένοι; «Εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε κάτι περίεργο. Τη χρονιά που ανεβήκαμε είχαμε εξαιρετική ομάδα, ανεβήκαμε και με 15 βαθμούς διαφορά από τον δεύτερο, αλλά δεν νομίζω να μας αδίκησαν και κάπου. Δεν πήραμε κάποιο στραβό σφύριγμα. Δεν χρειαζόταν και κανένας να μας σπρώξει αλλά δεν μπορώ να πω κιόλας ότι κάπου με αδίκησαν. Υπό αυτήν την έννοια, νιώθαμε ότι είχαμε προστασία. Αντίθετα την προηγούμενα χρονιά που χάσαμε την άνοδο στα μπαράζ μπορώ να πω ότι σε κάποια σφυρίγματα ευνοηθήκαμε. Μπορεί και να έτυχε. Το Αιγάλεω είχε μια δυναμική».

Ελεγαν και νομίζω υπάρχουν και κάποιοι που μέχρι και σήμερα λένε ότι ο Θωμάς Μητρόπουλος, ήταν ο απόλυτος άρχοντας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ελεγαν ότι εκείνος μεθόδευε τα πάντα. Εσείς αυτό το νιώθατε, ως παίκτες να ισχύει; «Δεν νομίζω… Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος ότι έλεγχε τα πάντα. Ειδικά όταν ήμασταν στην Α’ Εθνική, γιατί εκεί παίζεις με τα μεγάλα “κεφάλια”, ήταν νορμάλ τα πράγματα. Και εκεί όμως δεν νιώσαμε ότι αδικούμαστε. Η διαιτησία ήταν πολύ σεβαστική προς το Αιγάλεω – για το ποιος ήταν ο λόγος δεν μπορώ να ξέρω».

Πάμε να ανοίξουμε το κεφάλαιο Πόρτσμουθ. Πες μας λίγο τι είχε γίνει, γιατί αν δεν κάνω λάθος, αρχικά, ήταν να πάει ο Αλεξόπουλος. Ισχύει; «Μια μέρα με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: “Πας στην Πόρτσμουθ δανεικός”».

Πώς ένιωσες; «Ε, άγχος… Γούσταρα, αλλά αγχώθηκα κιόλας. Ήταν πολύ ξαφνικό και μη ξεχνάμε ότι εγώ δεν πήγα στην Premier League έχοντας παίξει σε μεγάλη ομάδα. Πήγα στην Αγγλία έχοντας παίξει στο Αιγάλεω, δεν έχει ξαναγίνει αυτό. Όσον αφορά στον Αλεξόπουλο, αν θυμάμαι καλά, είχε συμφωνήσει ο Ζάετς με το Αιγάλεω αλλά εκείνος είχε υπογράψει με την ΑΕΚ. Δεν το είχε πει σε κανέναν κι όταν του είπαν για το δανεισμό στην Πόρτσμουθ, τους είπε ότι έχει συμφωνήσει με την ΑΕΚ. Κι έτσι χάλασε του Αλεξόπουλου. Διαφορετικά θα πήγαινε και όχι ως δανεικός, αλλά με μεταγραφή, γιατί έμενε ελεύθερος. Ο Ζάετς ήταν υπηρεσιακός προπονητής στην Πόρτσμουθ και έκανε περισσότερο τον τεχνικό διευθυντή. Εψαχνε περισσότερο παίκτες από την ελληνική αγορά. Είχε πάρει και τον Χαλκιά. Εχω ακούσει, χωρίς να είμαι σίγουρος, ότι ζήτησε και παίκτες όπως οι Κατσουράνης – Μπασινάς και δεν πήγαν. Ήθελε να πάρει αμυντικό χαφ από την Ελλάδα, δεν του έκατσε κάποιο από τα πρώτα ονόματα που κοίταξε και έτσι πήρε εμένα, που με κοιτούσε και 2-3 χρόνια για τον Παναθηναϊκό. Ετσι έγινε!».

Στον Παναθηναϊκό γιατί δεν πήγες; «1.500.000 ευρώ, τα λεφτά». Θεωρείς ότι αν σε ζητούσε ο Ολυμπιακός, θα ήταν πιο εύκολο να πας; «Πιστεύω ότι αν με ήθελε ο Ολυμπιακός, θα τα έβρισκαν στα λεφτά γιατί είχαν άριστες σχέσεις».

Από Ελλάδα μόνο ο Παναθηναϊκός υπήρχε; «Απ’ όσο γνωρίζω ναι, μόνο ο Παναθηναϊκός. Από το να υπάρχει ενδιαφέρον μέχρι να γίνει κανονική πρόταση, υπάρχει μεγάλη διαφορά». Ο Παναθηναϊκός μέχρι πόσα έδινε για εσένα; «Δεν γνωρίζω». Εσένα ποιος σε ήθελε στον Παναθηναϊκό; «Ο Μαρκαριάν».

Σου έχει μείνει ένα «γαμώτο» που δεν έπαιξες σε μεγάλη ομάδα στην Ελλάδα; «Ναι, μου έχει μείνει. Όταν πήγα στην Ανόρθωση, που δεν είναι Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, αλλά είναι μια ομάδα με δυναμική, ένιωσα ότι ανεβαίνω πολύ ποδοσφαιρικά. Πολλοί παίκτες από το βάρος μιας φανέλας μπορεί και να πέσουν λίγο, εγώ είδα ότι ανέβηκα. Εκεί κατάλαβα ότι το είχα μέσα μου. Δεν ξέρω τι μπορεί να είχε γίνει, αλλά πιστεύω ότι μπορούσα να παίξω».

Πας στη Πόρτσμουθ. Πριν φύγεις, χαιρέτησες τον Μητρόπουλο; Ο Χατζάρας είχε φύγει; «Προπονητής ήταν ο Ντουμιτρέσκου – δεν έχουμε δουλέψει πολύ μαζί. Πριν τον Ντουμιτρέσκου ήταν ο Ντε Μολ, με τον οποίο είχα άριστες σχέσεις. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο με σεβόταν. Με τον Ντουμιτρέσκου παίξαμε 1-2 ματς. Νομίζω θα είχα καλή συνεργασία με μαζί του. Μιλάω με τον Μητρόπουλο στο τηλέφωνο, με ενημέρωσε για το τι θα γίνει. Δεν μπορούσα να πω και πολλά, ήταν μια ευκαιρία για εμένα. Ήξερα ότι πάω δανεικός με οψιόν αγοράς κι αν τελικά προχωρούσε η αγορά, θα έμενα για άλλα τρία χρόνια εκεί. Καταλαβαίνεις ότι η επιστροφή μου στην Ελλάδα ήταν κάπως σκληρή. Εγώ έφυγα μέσα σε μια νύχτα. Παίζαμε Κύπελλο στην Ξάνθη. Βρέχει, “κατεβάζει το Θεό” και γίνεται διακοπή του αγώνα. Εγώ είναι να φύγω, Παρασκευή πετούσα για Αγγλία. Και μένω να παίξω τον αγώνα την Πέμπτη και την Παρασκευή τελικά να ταξιδέψω. Παίζουμε εν τέλει το ματς και Παρασκευή φεύγω. Με το που πάω μου λένε: “Είσαι αποστολή”. Λέω: “Τι αποστολή;”. Όσο να ‘ναι, είσαι στρεσαρισμένος. Πας σε μια νέα ομάδα, σε ένα νέο πρωτάθλημα, το οποίο το έχεις δει μόνο στην τηλεόραση. Δεν είχα κάνει και προπόνηση για να δω πού βρίσκομαι. Να δω, αυτοί οι παίκτες είναι εξωγήινοι; Είναι πραγματικοί; Τι είναι; Παρασκευή, λοιπόν, είμαι στην Αγγλία και την ίδια μέρα πάω στο ξενοδοχείο με την αποστολή. Και το Σάββατο έχει τοπικό ντέρμπι Σαουθάμπτον – Πόρτσμουθ. Ο Ζάετς με είχε σηκώσει και για ζέσταμα και για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα πει: “Παναγιά μου μη με βάλει”. Ήταν η μοναδική φορά που το είχα πει αυτό στη ζωή μου».

Το πρώτο σου ματς ήταν κόντρα στην Μίντλεσμπρο; «Ναι, ναι… Είχα μπει αλλαγή κόντρα στη Μίντλεσμπρο. Εκείνη τη χρονιά έπαιξα δύο φορές με τη Μίντλεσμπρο. Μία φορά με το Αιγάλεω και μετά έπαιξα στην Premier League. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση ότι ένας πολύ γνωστός Ολλανδός παίκτης της Μίντλεσμπρο, ο Ζέντεν, φεύγοντας από τα αποδυτήρια της Πόρτσμουθ μού λέει “καληνύχτα” στα ελληνικά. (γέλια). Μπορεί να ήταν φιλέλληνας, δεν ξέρω».

Πώς κρίνεις το πέρασμά σου στην Αγγλία. Επαιξες σε 18 ματς, αλλά πιστεύεις ότι θα μπορούσες και καλύτερα; «Σίγουρα θα μπορούσα και καλύτερα, αν έμενα άλλη μια χρονιά. Το καλό ήταν ότι εγώ είχα τον ρυθμό. Η προσαρμογή δεν ήταν δύσκολη. Ξέρεις, πήγα από το Αιγάλεω και είχα έναν ρυθμό τρεξίματος που είχαν στην Premier League. Είχε δυσκολίες, είναι άλλο παιχνίδι εκεί. Πιστεύω, όμως, ότι θα μπορούσα να έχω πάει καλύτερα. Όταν, όμως, πας κάπου δανεικός ξέρεις ότι ουσιαστικά πας για να φύγεις. Ειδικά όταν έφυγε ο Ζάετς, γιατί είναι και λίγο μπίζνα εκεί, ένιωσα ότι θα φύγω».

Σε έκαναν να νιώσεις ότι δεν έχεις μέλλον εκεί; «Μια χαρά μού φέρθηκαν εκεί. Η Πόρτσμουθ θα με κρατούσε αν δεν πλήρωνε άλλα χρήματα. Για το δανεισμό μου είχε πληρώσει 300.000 ευρώ και θα ήθελαν να με κρατήσουν χωρίς να πληρώσουν το 1.500.000 ευρώ. Αν έδιναν 200.000 ευρώ θα με κρατούσαν».

Πες μου λίγο για Πόρτσμουθ. Είχες συμπαίκτες… «… τον Λούα Λούα, τον Αγιεγκμπένι, τον Μπέργκερ έναν Τσέχο. Βέστερφελντ τερματοφύλακα, Ντε Ζέου στόπερ. Καλό παλικάρι αυτός».

Μιλάς με κανένας απ’ αυτούς; «Κοίταξε να δεις, τώρα έχω χαθεί. Είχα πολύ καλή φιλία με τον Ίβιτσα Μόρναρ, έναν Κροάτη. Είχα συμπαίκτη και τον νυν τεχνικό της Σενεγάλης, Αλιού Σισέ και είχα βοηθό προπονητή τον Κριστόφ Γκαλτιέ, που είναι τώρα στην Παρί – είναι εξαιρετικό παιδί. Ήταν ο βοηθός του Αλέν Περέν τότε. Πολύ καλός τύπος ο Γκαλτιέ».

Επαιξες κόντρα σε Άρσεναλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ… «… Λίβερπουλ, Τσέλσι, τη Νιούκαστλ του Άλαν Σίρερ. Να σου πω ένα σκηνικό: Παίζουμε με την Νιούκαστλ και έχει ξεκινήσει η διαδικασία της χειραψίας. Εγώ εκείνη την ώρα ψάχνω να βρω έναν φίλο μου που έχει έρθει να με δει και είναι στην κερκίδα. Και έρχεται ο Άλαν Σίρερ και περιμένει να μου δώσει το χέρι του! Μέχρι να συνειδητοποιήσεις τι έχει γίνει… Καθόταν και περίμενε να δει αν θα του δώσω το χέρι και εγώ κοιτούσα την εξέδρα. (γέλια)».

Θυμάσαι χαρακτηριστικά ποια είναι τα ματς που θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει την πορεία σου στην Premier League; «Εχω χάσει τετ α τετ με την Νιούκαστλ, με την Τσάρλτον είμαστε 2-2, σουτάρω και ξαπλώνει ο αμυντικός και τη σώζει με το σώμα του και έχω χάσει με την Γουέστ Μπρομ στο 92′ από τη μικρή περιοχή ένα σουτ που στέλνω τη μπάλα άουτ, για να κάνω το 2-2. Δηλαδή αυτά τα 3 γκολ, ίσως θα μου είχαν αλλάξει την καριέρα. Με την Τσάρλτον ήμουν άτυχος, αλλά αυτό με την Γουέστ Μπρομ δεν χάνεται. Πριν σουτάρω πανηγύριζα».

Απ’ όσους αντιμετώπισες, ποιος σου έκανε εντύπωση; «Εντάξει, όλοι. Ο Βιεϊρά, ο Ανρί που ήταν “άλογο”. Τον Σκόουλς τον έπαιξα man to man, έπαιξα με τον Τζέραρντ. Ο Ανρί, όμως, μου είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση. Ήταν απίστευτος. Το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό γενικά και ανέβηκα και εγώ, παίζοντας με όλους αυτούς τους παικταράδες. Στην Ελλάδα, στο πιο υψηλό επίπεδο ήταν ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός και όταν γυρνάς αρχίζεις και τους βλέπεις με άλλο μάτι. Όταν έχεις παίξει με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τη Λίβερπουλ έχεις μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Όταν έχεις μαρκάρει τους Σκόουλς και Τζέραρντ, τους Στολτίδη, Κατσουράνη, Μπασινά, τα παιδιά που τους έβλεπες και έλεγες “πω, αυτοί είναι οι καλύτεροι στην Ελλάδα”, τους έβλεπες πλέον πιο νορμάλ. Και το ίδιο έχουν πάθει κι αυτοί, είμαι σίγουρος».

Υπάρχει κάποιο επιτυχημένο μαρκάρισμα που έκανες και να είπες «πω, τι έκανα;”. «Όχι, ξέρεις είχα αυτοπεποίθηση. Δεν είπα ποτέ ότι είμαι εκτός… Δεν απομυθοποιώ τον παίκτη ποτέ, αλλά κατάλαβα ότι είμαι παίκτης τέτοιου επιπέδου. Για παράδειγμα με φωνάζει ο αναλυτής για τα χιλιόμετρα που είχα τρέξει σ’ ένα ματς μετά τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Και είμαι ο νούμερο 1 από τους 22, με 13,5 χιλιόμετρα, ο δεύτερος έχει τρέξει 12. Και μου έδειξε ότι πίσω από τον Κριστιάνο Ρονάλντο είχα το πιο γρήγορο σπριντ. Μου έδειξε τα στατιστικά των τρεξιμάτων. Ετσι, παίρνεις τα πάνω σου».

Γυρίζεις, λοιπόν, Ελλάδα. Και; «Ήταν δύσκολα αλλά είπα ότι θα παίξω και όσο πάει… Εντάξει. Δυστυχώς, είχε ξεκινήσει σιγά σιγά η πτώση του Αιγάλεω. Είχαν φύγει πολύ καλοί παίκτες και είχαμε γίνει η ομάδα όπου στόχος ήταν να σωθούμε και όχι να κάνουμε το κάτι παραπάνω. Τη δεύτερη χρονιά ήρθε κι η πτώση».

Ήταν η πιο άσχημη σεζόν της καριέρας σου; «Ναι, αλλά θα σου αλλάξω το χρόνο και θα σε πάω μετά στην Κύπρο, που τραυματίστηκα μία χρονιά και έμεινα μία σεζόν εκτός. Αγωνιστικά, αυτή ήταν μια πολύ άσχημη χρονιά. Η άλλη πολύ άσχημη και αποτυχημένη χρονιά ήταν όταν πήγα στον Ατρόμητο για έξι μήνες και πέσαμε. Πολύ καλή ομάδα ο Ατρόμητος, ομαδάρα. Απορώ πώς πέσαμε. Λουτσιάνο, Γελαδάρης, Κορακάκης… Το Αιγάλεω, όταν πέσαμε, έδειχνε κακά σημάδια. Ο Ατρόμητος είχε ομαδάρα, ήταν πλήρως αποτυχημένη χρονιά».

Πες μου για τον Ατρόμητο. «Πήγα στον Ατρόμητο τον Γενάρη δανεικός με οψιόν αγοράς από την Ανόρθωση. Κι ο Ατρόμητος αγοράζει τη ρήτρα. Συμβαίνει άλλο τρελό σκηνικό: Είμαστε πρώτοι στο πρωτάθλημα και βάζω το γκολ στο ΑΠΟΕΛ-Ανόρθωση. Είμαστε στο +9. Αυτό συμβαίνει το Σάββατο, την Τρίτη πληρώνει ο Ατρόμητος τη ρήτρα και λέω “φεύγω”. Ναι, έχει γίνει τέτοιο σκηνικό».

Το μετάνιωσες; «Το μετάνιωσα, αλλά αν δεν έπεφτε ο Ατρόμητος δεν θα το μετάνιωνα. Βρήκα πολύ καλό κλίμα στον Ατρόμητο, πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, πληρωνόμασταν πάρα πολύ καλά, φοβερές συνθήκες. Φουλ οργανωμένη ομάδα. Ήμουν πάρα πολύ καλά και πέσαμε κατηγορία. Πλήρης αποτυχία. Ερχεται το καλοκαίρι κι η Ανόρθωση επιστρέφει τα χρήματα και υπογράφω πάλι εκεί».

Γνώμη για Σπανό; «Κύριος. Εγώ από τη στιγμή που θα πήγαινα πάλι στην Κύπρο, ήθελα να πάω μόνο στην Ανόρθωση γιατί ένιωθα ότι τους είχα πουλήσει. Με ήθελαν όλες οι ομάδες. Και η Ομόνοια και ο ΑΠΟΕΛ. Και μόλις υπέγραψα τη λύση του συμβολαίου για να πάω στην Ανόρθωση, μου λέει: “Για να μη νομίζεις ότι σου πούλησα εκδούλευση, σου λέω ότι μέχρι και πέντε λεπτά πριν με έπαιρναν τηλέφωνο και μου έδιναν περισσότερα χρήματα”. Εκείνη τη χρονιά η Ομόνοια είναι πολύ δυνατή οικονομικά. Μου έδιναν σχεδόν τα διπλά λεφτά, αλλά επειδή τον Γενάρη τους είχα πει “φεύγω”, ένιωθα ότι μόνο εκεί έπρεπε να παίξω».

Τι έχεις ζήσει! Εχεις κάνει μια καριέρα που είναι για να γελάς και να κλαις. Ετσι το νιώθω. «Όπως το λες, για να γελάς και να κλαις. Και στην Κύπρο τα έχω κάνει όλα…».

Για πες. «Τα πρώτα τρία χρόνια εκεί, στην Ανόρθωση, πιστεύω ότι παίζω το καλύτερο ποδόσφαιρο της καριέρας μου. Και έρχεται ένας τραυματισμός στη φτέρνα μου. Είναι όπως αυτό που είχε πάθει ο Πατσατζόγλου. Μένω έξω έναν χρόνο έξω. Στην καριέρα μου ήμουν πάντα αυτός που περίμενε να κάνει μεταγραφή. Δεν μπορούσα να φύγω ελεύθερος και να διαπραγματευτώ τα λεφτά που ήθελα. Η μοναδική χρονιά που θα μπορούσα να το κάνω αυτό, ήταν τότε που τραυματίστηκα, σε ηλικία 33 ετών. Τραυματίστηκα Αύγουστο και έγινα καλά τον επόμενο Ιούλιο. Ήμουν όλο το χρόνο τραυματίας. Τίποτα ρε, τι να διαπραγματευτώ. Πηγαίνω στην ΑΕΚ Λάρνακας και άκου τι γίνεται εδώ… Μπαίνω για το χειρουργείο και τον Γενάρη η ίδια η Ανόρθωση μού κάνει νέο συμβόλαιο. Με υπογράφει τραυματία. Φοβερό! Και έρχεται ένας Βούλγαρος προπονητής και με διώχνει. Του λέω εγώ του Στόιλοφ: “Κόουτς, επειδή έχω τραβήξει πάρα πολλά, ήσουν ποδοσφαιριστής και ξέρεις. Εχω υπογράψει πως αν δεν είμαι καλά θα φύγω από μόνος μου. Εσύ τώρα που με διώχνεις θα με αποζημιώσεις. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο να με δοκιμάσεις να δεις αν σου κάνω”. Και έτσι με διώχνει η Ανόρθωση και πηγαίνω στην ΑΕΚ Λάρνακας. Πηγαίνω και την ημέρα που ξεκινάει η προετοιμασία δεν ξέρω αν μπορώ να προπονηθώ από τον πόνο. Μία εβδομάδα πριν στην Αθήνα δεν μπορούσα να κάνω προπόνηση. Είναι ο Ζόρντι Κρόιφ εκεί τεχνικός διευθυντής. Αυτός με επέλεξε. Πώς με παίρνει; Όταν του είπαν να πάρουν παίκτη από την Ανόρθωση είπε ¨δεν θέλω κανέναν από την Ανόρθωση”. Μόλις του είπαν ότι “είναι το νούμερο 8 που είχαμε δει πέρυσι”, στο τελευταίο μου ματς, πριν τραυματιστώ είπε ότι με θέλει. Πήγα και δεν ήξερα αν θα μπορώ να αγωνιστώ. Εν τέλει μπήκαμε στους ομίλους του Europa League, αποκλείσαμε τη Ρόζενμποργκ. Το πρώτο μου ματς είναι αυτό και έγινε στο γήπεδο της Ανόρθωσης. Και από τότε παίζω όλη τη χρονιά και επιστρέφω στην Ανόρθωση».

ίχε φύγει ο Βούλγαρος προπονητής φαντάζομαι. «Ναι, έφυγε έναν μήνα μετά γιατί αποκλείστηκε από το Europa League και τον έδιωξαν και εγώ πέρασα με την ΑΕΚ Λάρνακας στο γήπεδο της Ανόρθωσης. Είναι η μοίρα που λέμε».

Στην Κύπρο έπαιξες αρκετά… «Πήγα στην κάθε ομάδα δύο φορές. Πήγα στην Ανόρθωση, ξαναπαίζω και μόλις τελείωσα από την Ανόρθωση πηγα και πάλι στην ΑΕΚ Λάρνακας. Επαιξα τέσσερα χρόνια στη μία ομάδα και τέσσερα στην άλλη. Και σκέψου, κάτι που χαίρομαι πραγματικά, είναι πως ΑΕΚ Λάρνακας – Ανόρθωση, είναι εχθροί και μία κακή κουβέντα δεν είπαν. Και τώρα αν πας και ρωτήσεις “τι εστί Σκοπελίτης;”, δεν θα σου πουν κάτι κακό, με σέβονται».

Και στην Ελλάδα νομίζω ότι σε σέβονται. «Ναι, αλλά εγώ αυτό δεν το περίμενα… Είναι σαν να πηγαίνεις Ολυμπιακό – Παναθηναϊκό τρεις φορές στην καθεμία».

Επαιξες και σ’ άλλη ομάδα στην Κύπρο. «Στα 38-39 πήγα στη Νέα Σαλαμίνα. Μικρή ομάδα, οικογενειακή, ωραία ομάδα. Πέρασα καλά τα δύο τελευταία μου χρονιάκια. Το πρωτάθλημα της Κύπρου έχει λίγες ομάδες και είναι δύσκολο να είσαι άνετος. Την πρώτη χρονιά σωθήκαμε εύκολα, τη δεύτερη ζοριστήκαμε. Εκατσα 10 χρόνια στην Κύπρο, 10 χρόνια είναι πολλά! Σκέψου ότι έπαιξα 10 χρόνια στην Κύπρο και αν δεν έπεφτε ο Ατρόμητος μπορεί να μην γυρνούσα πάλι».

Πώς σου έγινε το κλικ για να γυρίσεις και να κλείσεις την καριέρα σου στο Αιγάλεω; «Κουράστηκα. Πήγα στην Κύπρο με την κοπέλα μου και γυρίσαμε στην Ελλάδα με δύο παιδιά. Εκεί γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Ήταν σημαντικό ότι δεν είχα τελειώσει σαν παίκτης ακόμη. Δεν μπορούσα να το δεχτώ ότι θα σταματήσω “μαχαίρι”. Ήταν κι η συγκυρία ότι το Αιγάλεω θα ήταν καλά και για εμένα θα ήταν όμορφο να σταματήσω εκεί που ξεκίνησα. Είναι και καλοί άνθρωποι αυτοί που έχουν το Αιγάλεω. Ο Άρης Παλτόγλου είναι ωραίος τύπος, καλό παιδί και είχε έναν καλό προπονητή, τον Καλοπήτα. Παρόλο που αρχικά χάρηκα, δεν το ευχαριστήθηκα».

Συνδεθείτε στην ομάδα του Newspao.gr στο Viber Ακολουθείστε τo Newspao.gr στο Google News
Δημήτρης Καραφώτης
Μια μεγάλη αγάπη -μέχρι τώρα- και αυτή είναι ο Παναθηναϊκός. Το αρχείο των εφημερίδων μετά από νίκες του Παναθηναϊκού είναι ένα από τα στοιχεία που μπορούν να πείσουν κάποιον για το τι σημαίνει Παναθηναϊκός για εκείνον. Επικοινωνία: dimitris.karafotis@newspao.gr