(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Ο Σάσα Tζόρτζεβιτς μίλησε για όλους και για όλα σε μία όμορφη συνέντευξη στο sdna.gr που μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:
Είναι περηφάνια αυτό που νιώθεις επαναφέροντας μία χώρα με τεράστια τιμή κι εγωισμό, όχι μόνο στο μπάσκετ, αλλά ως λαός γενικότερα, στην κορυφή; Στο υψηλότερο επίπεδο;
“Απολύτως ναι. Περηφάνια. Αυτή είναι η λέξη. Αυτός ήταν κι ο στόχος από την αρχή. Είμαι πολύ περήφανος που γεννήθηκα στη Σερβία, όσο και για το γεγονός ότι έλαβα την μπασκετική κουλτούρα μου εκεί. Η ιστορία μας το αποδεικνύει, ο χαρακτήρας μας το διαιωνίζει: Είμαστε ένας λαός που έχει μάθει να μάχεται, να πολεμάει. Το ίδιο κάνουμε και στο μπάσκετ, που είναι βασικό συστατικό της προσωπικότητάς μας. Πολεμάμε για να γίνουμε πιο γρήγοροι, πιο δυνατοί, πιο έξυπνοι. Ο στόχος μας είναι να αναγεννήσουμε την νοοτροπία που σας περιέγραψα, όχι μόνο σε όποιον θέλει να είναι κομμάτι αυτού του δημιουργήματος, αλλά και στους παίκτες. Θέλουμε, έχουμε σφοδρή επιθυμία να μεταφέρουμε αυτό το συναίσθημα στον κόσμο μας. Τα αποτελέσματα φυσικά βοηθούν και κάνουν τους πάντες ευτυχισμένους. Πλέον όμως, είναι στο χέρι μας να συντηρήσουμε το πρόσωπο που κάνει περήφανους όλους τους Σέρβους”.
– Η μαχητικότητα, ο χαρακτήρας, το μαχητικό πνεύμα, είναι κάτι που διδάσκεται, που μεταφέρεται; Πως γίνεται;
“Είναι δουλειά του προπονητή να μεταφέρει στους παίκτες του τη νοοτροπία του μαχητή και να μεταδώσει στους παίκτες του ότι πρέπει να παλεύουν μέχρι τελικής πτώσεως. Να δημιουργήσουν αυτόν τον χαρακτήρα. Και νομίζω ότι μπορεί να μεταφερθεί. Εχω μία αρχή ως άνθρωπος: Δεν υπάρχει περίπτωση να πω σε κανέναν παίκτη ότι είναι κακός, αλλά το γήπεδο είναι ο καθρέπτης για τους πάντες. Πριν το παρκέ, όμως, δεν υπάρχει καλός και κακός παίκτης”.
– Τελικά μήπως είσαι ανθρωπος των δύσκολων αποστολών;
“Ναι, ίσως να είμαι άνθρωπος που τους αρέσει να αναλαμβάνει δύσκολες αποστολές. Το πιο σημαντικό είναι, όμως, να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες και κυρίως να μην φοβηθείς. Κι αυτό προέρχεται από την εργατικότητα, την κουλτούρα, το ατομικό πνεύμα, τη νοοτροπία και τη φιλοδοξία. Η λέξη φιλοδοξία είναι κλειδί στο προσωπικό μου λεξικό του μπάσκετ όταν προσπαθώ να πετύχω κάποιο στόχο με τη δουλειά μου. Οσο πιο υψηλή είναι η φιλοδοξία τόσο πιο σκληρά θα πιέσεις τον εαυτό σου για να ξεπεράσεις τα όρια, ως άνθρωπος, ως ηγέτης, ως προσωπικότητα, ως προπονητής. Είμαι αρκετός λεπτομερής ως προπονητής, μου αρέσει πολύ να δίνω πολύ μεγάλη σημασία στα μικρά πράγματα κι από τη μία πλευρά με βοηθάει να εξωθώ τον εαυτό μου στα όριά του, από την άλλη πλευρά όμως, μπορεί να με “σκοτώσει” διότι αναζητώ ολοένα και περισσότερα. Οταν όμως αποφασίζω να κάνω κάτι, θέλω να το κάνει τέλεια. Ιδανικά! Ακόμα κι όταν μαγειρεύω, έχω την πεποίθηση ότι είμαι ο καλύτερος μάγειρας στον κόσμο. Φέρτε μου τους καλύτερους μάγειρες στον κόσμο. Δεν με ενδιαφέρει. Εγώ θα πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανείς που να το κάνει καλύτερα από εμένα. Αυτή είναι η φιλοσοφία μου”.
– Σε ενοχλεί ο κανόνας που λέει ότι οι σπουδαίοι παίκτες δε γίνονται μεγάλοι προπονητές;
“Αρχικά δεν πιστεύω σε αυτόν τον κανόνα. Υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι παίκτες που έγιναν μεγάλοι προπονητές. Το θέμα είναι ότι στην καριέρα του, ένας μεγάλος παίκτης, μπορεί να πετύχει όλα αυτά που είχε ονειρευτεί. Να υπερκαλύψει όλες τις φιλοδοξίες του. Να κατακτήσει μετάλλια, πρωταθλήματος, τα πάντα. Ετσι, η φιλοδοξία του να καταφέρει ακόμα περισσότερα πράγματα ως προπονητής ίσως να μην είναι τόσο μεγάλη, τόσο έντονη ώστε να πετύχει ακόμα περισσότερα πράγματα. Ισως να ηρεμεί, να .αποσύρεται, ίσως να μην θέλει να μπει στη διαδικασία ότι πρέπει να αποδείξει ξανά από την αρχή ότι είναι κορυφαίος. Οταν όμως, το κουμπί γυρνάει και ξεκινάς από το μηδέν, προσωπικά ήξερα ότι έπρεπε να προσγειωθώ, να επιστρέψω στη Γη, να εξαφανίσω τον εγωισμό μου και να αρχίσω από την αρχή. Παρά το γεγονός ότι προσωπικά πιστεύω ότι είμαι ο καλύτερος, αυτό φυσικά δεν μπορεί να είναι αλήθεια, όταν αποφάσισα ότι θέλω να γίνω προπονητής επέλεξα να ακολουθήσω το ίδιο μονοπάτι που “έτρεξα” κι ως παίκτης και να το βάλω στόχο να γίνω ο καλύτερος. Τώρα φυσικά είναι διαφορετικές οι αποδείξεις που πρέπει να παρέχεις, αλλά εδώ είμαστε για να το κάνουμε”.
– Ποια είναι η προσωπική πρόκληση που συναντάς στον Παναθηναϊκό; Και το κίνητρο.
“Η πρόκληση που μου προσφέρει ο Παναθηναϊκός δεν είναι μόνο το τεράστιο όνομα και η σπουδαία ιστορία του. Είναι οι κύκλοι, που κλείνουν και ανοίγουν, όπως ισχύει σε κάθε ομάδα. Η πρόκλησή μου είναι να ανοίξω, όσο γίνεται πιο σύντομα, ακόμα έναν θριαμβευτικό κύκλο για τον Παναθηναϊκό, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρωλίγκα. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι ο Παναθηναϊκός τα έχει πάει άσχημα τα τελευταία χρόνια, αλλά αν υπάρχουν κάποιοι που το πιστεύουν, δουλειά μου είναι να διακόψω αυτή η σκέψη και να ξαναμπεί το συντομότερο αυτό το τρένο στις ράγες. Στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι εύκολα και ο Παναθηναϊκός, το μπάσκετ, δε θα μπορούσαν να είναι η εξαίρεση. Τα μπάτζετ έχουν μειωθεί και είναι δεδομένο ότι τα μπάτζετ πάντα βοηθούν να κάνεις τις καλύτερες επιλογές. Πιστεύω όμως ότι κινηθήκαμε πολύ σωστά κι έξυπνα στις μεταγραφές που κάναμε, έχουμε μία γερή βάση νέων παιδιών, για τα οποία προετοιμάζουμε ένα πολύ πολύ σκληρό πρόγραμμα δουλειά και προπόνησης για να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν ώστε να είναι έτοιμοι να μας βοηθήσουν. Ξέρω καλά οτι η Ακαδημία του Παναθηναϊκού δημιουργήθηκε, με τον Φράνκι να είναι επικεφαλής και τόσους πολλούς και καλούς πρώην παίκτες ως προπονητές κι αυτό αποτελεί ένα πολύ βασικό μέρος της συμφωνίας που έκανα με την ομάδα. Αυτός είναι και ο στόχος μου για να βάλω τη σφραγίδα με το έργο μου σε αυτό που ξεκινάμε. Για αυτό και θα είναι μαζί μας δύο πολύ έμπειροι προπονητές, όπως κι ένας πολύ σπουδαίος βετεράνος παίκτης, που θα αναλάβουν το έργο να βελτιώσουν τα νέα παιδιά και να τα μετατρέψουν σε σπουδαίο αγωνιστικό κεφάλαιο για την ομάδα. Το μπάτζετ μειώνεται κι έτσι η δημιουργία μίας Ακαδημίας ήταν μία εξαιρετική ιδέα που είχε ο πρόεδρος Δημήτρης Γιαννακόπουλος. Οταν δημιουργείς τους παίκτες στο ίδιο το σπίτι σου, κοστίζει πολύ λιγότερο απ’το να τους αγοράσεις.
– Τρέφεις μεγάλο σεβασμό για τους Ελληνες παίκτες;
“Ξέρω πολύ καλά ότι οι Ελληνες παίκτες έχουν απίστευτο χαρακτήρα. Ενας καλός φίλους μου, ο Ζόραν Σάβιτς, λέει ότι οι Ελληνες έχουν τον πιο σπουδαίο χαρακτήρα παίκτη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Ζόραν έπαιξε στην Ελλάδα, συνεργάστηκε με Ελληνες και ξέρει πολύ καλά τι λέει. Αυτός ο ανταγωνιστικός, ο μαχητικός, ο πνευματικός χαρακτήρας είναι το καλύτερο συστατικό στοιχείο για να δημιουργήσουμε τους παίκτες της επόμενης γενιάς. Θέλω επίσης να συγχαρώ την ομάδα των Εφήβων που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ. Ο Παπαγιάννης και ο Χαραλαμπόπουλος έδειξαν εξαιρετικό χαρακτήρα, είχαν πολύ σημαντικό ρόλο και παρουσίασαν αυτό που έπρεπε. Συγχαρητήρια και στο τεχνικό τιμ που έφτασε σε αυτή την επιτυχία”.
– Ποιο στοιχείο είναι το πρώτο που θα ήθελες να μεταδώσεις στην ομάδα σου, στον Παναθηναϊκό;
“Πείνα! Από την πρώτη μέρα που θα βρεθούμε όλοι μαζί αυτό θα προσπαθήσω να μεταδώσω στους παίκτες. Οτι πρέπει να είναι πεινασμένοι. Για επιτυχίες, νίκες, μετάλλια, τρόπαια. Πείνα!!! Αν έχουμε όλοι την ίδια πείνα για τη διάκριση θα μπορέσουμε να καλύψουμε και όποια κενά, ή αδυναμίες μπορεί να παρουσιαστούν. Αυτή η πείνα μπορεί να πλαισιωθεί από μία καλή χημεία, στην οποία θα συνδέονται οι πάντες, Από την ομάδες και τους προπονητές μέχρι τη διοίκηση. Αυτός είναι ένας μεγάλος στόχος: Να δημιουργήσουμε την οικογένεια, που εγώ διέκρινα με τεράστια ευκολία όταν έβλεπα τον Παναθηναϊκό του Ομπράντοβιτς να βρίσκεται στο παρκέ. Εκεί είναι που πρέπει να βάλω εγώ τη δική μου προσωπικότητα, αλλά και όλοι όσοι μπορούν με τη δική τους προσωπικότητα να βοηθήσουν σε αυτό. Αυτή είναι και η προσευχή που κάνω κάθε φορά που πρέπει να βρεθώ σε μία πρόκληση. Η χημεία, η οικογένεια και το πνεύμα του νικητή. Δεν μπορείς να κερδίζεις όλα τα παιχνίδια σε μία σεζόν. Μπορείς όμως, ακόμα κι όταν χάνεις να αισθάνεσαι όμορφα που πάλεψες με αυτούς τους πολεμιστές που έχεις δίπλα σου. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος. Το πρώτο χρέος που έχουμε είναι να ανοιχτούμε ο ένας στον άλλον. Ως άτομα και πρόσωπα. Ολοι πρέπει να ξέρουν ποιος είμαι εγώ, κι εγώ πρέπει να ξέρω ποιοι είναι αυτοί που συνεργάζομαι. Δε θέλω οι παίκτες μου να ξέρουν την ιστορία μου, ή τη γνώση μου στο μπάσκετ. Θέλω να τους συστηθώ ως κοινωνική προσωπικότητα. Να γνωρίσουν την οικογένειά μου, τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου. Αυτός είναι ο τρόπος μου. Το μπάσκετ είναι η ίδια η ζωή. Θα ζητήσω από τον καθένα ξεχωριστά να μου ανοίξει την καρδιά του, τον εαυτό του, την ψυχή του σε μικρά πράγματα κι αυτό θα βοηθήσει ώστε μετά να είμαστε κι επαγγελματικά ειλικρινείς ο ένας με τον άλλον. Ετσι θα δημιουργήσουμε τη χημεία πουθα κερδίζει”.
– Λαμβάνοντας υπόψιν όσα είπες νωρίτερα, ένας Σέρβος κόουτς σε συνδυασμό με τους Ελληνες παίκτες συνθέτουν τον πιο εκρηκτικό μηχανισμό;
“Ενδιαφέρουσα άποψη. Πρέπει να το αποδείξω”.
Μας διδάξατε εσείς οι Σέρβοι το μπάσκετ που γίνεται ταυτότητά μας σήμερα.
“Ναι, ξέρω. Ιβκοβιτς, Σάκοτα, Ομπράντοβιτς, Τζούροβιτς και πολλοί άλλοι είχαν μεγάλη επιρροή στο ελληνικό μπάσκετ. Αλλά καλό είναι να μην ξεχνάμε τους παίκτες. Τον Πάσπαλι, τον Σάβιτς, τον Τομάσεβιτς, τον Ρέμπρατσα, όλους αυτούς που ήρθαν στην Ελλάδα και έβαλαν την σφραγίδα τους στην εξέλιξη του μπάσκετ. Δεν είμαστε τύποι που περνάμε .ξυστά από κάτι. Θέλουμε και μας αρέσει να αφήνουμε το ίχνος μας. Αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος για να πετύχεις. Να αφήνεις τη σφραγίδα σου όπου κι αν είσαι.
Ημασταν όμως καλοί μαθητές.
“Σε διακόπτω. Δεν είστε μαθητές πλέον. Το ελληνικό μπάσκετ είναι ..πολύ σκληρό. Πριν από λίγη ώρα, για δικούς μου λόγους, έβλεπα στον υπολογιστή τα τελευταία λεπτά του τρελού ημιτελικού με τη Γαλλία το 2005. Ηθελα να θυμηθώ κάποια πράγματα. Ημουν μέλος της Εθνικής ομάδας Γιουγκοσλαβίας το 1987 στην Αθήνα όταν η Ελλάδα είχε τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Χριστοδούλου, τον Καμπούρη, τον Ιωάννου, τον Φασούλα, τον Σταυρόπουλο.”
Ελα ρε κόουτς, θυμάσαι όλη τη δωδεκάδα…
“Φυσικά και τους θυμάμαι. Ηταν παίκτες που βρέθηκαν ανάμεσα στα είδωλά μου. Τότε που μεγάλωνα ως παίκτης ήξερα ότι έπρεπε να κερδίσω τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν αδύνατον. Ηταν ένα μεγάλο σχολείο για εμένα και είναι παραδειγματικό δίδαγμα για όλους ο τρόπος που αναπτύχθηκε το ελληνικό μπάσκετ. Τρέφω τεράστιο σεβασμό για αυτή τη διαδικασία. Θυμάμαι πως ξεκίνησε όλο αυτό. Πολύ καλά, πίστεψέ με. Το ένιωσα. Ενιωσα το πάτωμα να τρίζει και να κουνιέται από την ένταση του κόσμου, θυμάμαι τις τρομπέτες, το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας να είναι κατάμεστο. Εχω προσπαθήσει κάποιες φορές αλλά μου είναι εντελώς αδύνατον να περιγράψω τα συναισθήματά μου εκείνης της εποχής. Εγώ ήμουν εκεί όμως. Οπως θυμάμαι και όλα τα παιχνίδια με τον Αρη, τον ΠΑΟΚ, τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Δεν είστε πια μαθητές φίλε. Μην το ξαναβάλεις ποτέ αυτό ως γεγονός στο τραπέζι. Εχετε αφήσει τη δική σας κληρονομιά στο ευρωπαϊκό μπάσκετ”.
Εχω ακόμα δύο λεπτά;
“Εχεις…”
Εεεε… Σκέφτ… (Με διακόπτει)
“Για να μην μιλήσω για τη νίκη σας επί των Αμερικάνων το 2006. Πφφφφφφφφφφφφφφφφ!!!! Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό. Αυτό φίλε, άκου το όπως θα στο πω. Αυτό ήταν κάτι! Αυτή ήταν ιστορία. Αυτή η νίκη είναι η ιστορία. Ηταν κάτι που θα σας ακολουθεί δεκαετίες. Ηταν απίστευτο. Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Ο!!! Για εμένα αυτό είναι το μπάσκετ. Κάθε φορά που βλέπω τον Παπαλουκά τον αγκαλιάζω και το λέω “Ευχαριστώ”. Τον ευχαριστώ γιατί αυτός και όλα τα παιδιά με έκαναν να απολαύσω κάτι, γιατί πέτυχα κάτι. Κάτι μεγάλο όσο κι απερίγραπτο. Για αυτό ο Σάβιτς μιλάει έτσι για τους Ελληνες. Διότι είναι η αλήθεια. Ουδείς άλλος θα μπορούσε να το καταφέρει. Και ουδείς άλλος το έκανε. Η νίκη αυτή άλλαξε την ιστορία του μπάσκετ των Ηνωμένων Πολιτειών. Τότε κατάλαβαν κι αυτοί ότι ήμαστε εδώ ως ευρωπαίοι. Ερχόμαστε”.
Κόουτς είσαι τεράστια προσωπικότητα, ήσουν πολύ μεγάλος παίκτης. Κάποιες φορές, λίγο ανταγωνιστικά, λίγο νοσταλγικά, λίγο εξαιτίας θαυμασμού, έχεις συγκρίνει τον εαυτό σου με τον Διαμαντίδη;
“Δεν συγκρίνω ποτέ. Κανένα. Κάθε παίκτης έχει τη δική του προσωπικότητα κι έτσι πρέπει να είναι οι μεγάλοι παίκτες. Ο Διαμαντίδης είναι ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Εχω μιλήσει μαζί του 2-3 φορές στο τηλέφωνο ήδη και ανυπομονώ να δουλέψω μαζί του. Να του ανοίξω τον δρόμο να με βοηθήσει, όσο μπορεί, σε οτιδήποτε νομίζουμε, ή νομίζει ότι μπορούμε να κάνουμε όλοι μαζί. Ο Διαμαντίδης είναι ένα πολύ ισχυρό και σημαντικό στοιχείο σε όλα αυτά που ήθελα να κάνω στον Παναθηναϊκό. Γιατί; Γιατί ξέρει το μπάσκετ όσο κανείς. Καλύτερα από τον καθένα. Καλύτερα κι από εμένα. Κι αυτό θα του ζητήσω. “Ελα, το ξέρεις όσο κανείς. Βοήθησέ μας. Βγάλε όλο το μπάσκετ που ξέρεις και πέτα το στο παρκέ για να πάρουμε όλοι μας. Και δεν είναι ο μοναδικός από τον οποίο θα ζητήσω βοήθεια. Είναι όλοι στο μυαλό μου και ιδιαίτερα οι πιο παλιοί παίκτες”.
Ηταν ευλογία για εσένα το γεγονός ότι εμφανίστηκε η Εθνική ομάδα τη στιγμή που εμφανίστηκε ουσιαστικά σου πρόσφερε το κίνητρο να δεις τον εαυτό σου σε μία μεγάλη ομάδα της Ευρωλίγκας λίγο αργότερα;
“Ακου. Είχα αυτή την πρόταση για την Εθνική ομάδα από το 2007, το 2008 και είπα “ΟΧΙ”! Ξέρεις γιατί; Γιατί θα πρέπει να την αξίζω αυτή τη θέση. Δε φοβάμαι να κουτσάρω. Θα κοουτσάρω και είμαι καλός μάλιστα. Δεν είμαι κακός. Αλλά, δεν χρειάζεται να το βιαζόμαστε. Dont use me, dont abuse me! Νομίζω ότι αυτή η απόφασή μου ήταν καλή τότε. Ο,τι κι αν αποφασίσω, σε όποια ομάδα κι αν θα δουλέψω, για εμενα θα είναι η καλύτερη ομάδα του κόσμου. Δεν ξέρω πως αλλιώς μπορεί να γίνει. Φυσικά το αποτέλεσμα βοήθησε και βοήθησε κι εμενα να αποδείξω ορισμένα πράγματα στον εαυτό μου, αλλά και σε όλους όσοι ήταν γύρω μου. Είναι δουλειά μου να το διατηρήσω σε αυτό το επίπεδο”.
Κόουτς, ουδείς είναι τέλειος. Ολοι έχουμε αδυναμίες. Ποια είναι η δική σου; Τι είναι αυτό που φοβάσαι λίγες εβδομάδες πριν αναλάβεις τον Παναθηναϊκό;
“Εγώ θα κοουτσάρω στο ΝΒΑ. Θα γίνω πρώτος προπονητής στο ΝΒΑ”.
Θα γίνεις;
“Ναι θα γίνω. Οπως στο λέω. Αυτή είναι η φιλοδοξία μου”.
Δεν υπάρχει όμως κάτι που σε φοβίζει πριν αναλάβεις τον Παναθηναϊκό;
“Οχι! Τίποτα. Αντιθέτως. Αισθάνομαι απολύτως έτοιμος. Εγώ φίλε είμαι έτοιμος για εσάς, το ερώτημα είναι: Εσείς είστε έτοιμοι για εμένα;”.
Δεν ξέρω!
“Θα δούμε”
-Μετά από τόσους σπουδαίους προπονητές όμως, που εργάστηκαν στην Ελλάδα και τον Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό, νομίζω ότι είμαστε σε καλή ετοιμότητα.
“Ο Ομπράντοβιτς είναι ο καλύτερος κόουτς στην Ευρώπη. Ολων των εποχών! Εχει καταφέρει τα πάντα. Είναι είδωλο. Εγώ έχω τον δικό μου τρόπο”.
Αισθάνεσαι τη σκιά του Ομπράντοβιτς;
“Ολοι οι προπονητές που δούλεψαν ή θα δουλέψουν στον Παναθηναϊκό, έχουν μπροστά τους τα λάβαρα με τις επιτυχίες και όσα κατάφερε ο Ομπράντοβιτς με αυτή την ομάδα. Είναι ένα μεγάλος μέρος της ιστορίας του Παναθηναϊκού, αλλά προσωπικά δεν βλέπω καμία σκιά από πάνω μου. Είμαι αυτός που είμαι, εκπροσωπώ τον εαυτό μου και τον δικό μου τρόπο και ίσως μετά από 15 χρόνια θα ρωτάς έναν άλλον κόουτς για εμένα και τα δικά μου 15 χρόνια στον Παναθηναϊκό. Τώρα είναι η δική μου σειρά”.
Τελευταία ερώτηση. Γιατί δεν έπαιξες ποτέ στην Ελλάδα;
“Αυτή είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση και παραδέχομαι ότι το μετανιώνω που δεν το έκανα. Το μετανιώνω πολύ. Είχα την ευκαιρία το 1995, όταν ο Ντούντα ήταν κόουτς στον Ολυμπιακό να παίξω εκεί, αλλά υπήρχε συμβόλαιο με την Μπολόνια. Ο Ολυμπιακός ήθελε να το εξαγοράσει και μπλα μπλα μπλα.Ηρθε λοιπόν τότε ο τζένεραλ μάνατζερ της Φορτιτούντο και μου είπε. “Σάσα, δε θα μας αφήσεις ε; Ετσι δεν είναι;”. Και του είπα ότι να μην ανησυχεί, καθώς δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου. Κάτι άλλο που ίσως να μην ξέρεις είναι ότι το 2002, είχα ένα χρόνο μακριά από τα γήπεδα διότι ήμουν πολύ κουρασμένος με το μπάσκετ, όταν μου τηλεφώνησε ο Ομπράντοβιτς. Μου είπε ότι θέλει να με υπογράψει. “Σάσα, έλα σε εμάς, έλα στον Παναθηναϊκό. Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια, αφού είσαι ελεύθερος, έλα, πάμε να το κάνουμε”. Του απάντησα ακριβώς έτσι. “Εϊ, Ζέλικο, θα ήμουν υποκριτής αν ερχόμουν να παίξω την ομάδα σου με τόσα χρήματα που μου προσφέρεις. Δεν μου αρέσει πια το μπάσκετ. Δεν αισθάνομαι πια το πάθος για μπάσκετ που είχα κάποτε. Πρέπει να σταματήσω”. Προσπάθησε τότε να μου πει. “Σάσα, εγώ είμαι ο προπονητής του Παναθηναϊκού, δε θα παίζεις 30 λεπτά σε όλα τα ματς. Θα κάνουμε ένα πολύ ωραίο πρόγραμμα”. Επέμεινα λέγοντας πως. “Ζέλικο δεν είναι αυτό. θα ήθελα πολύ να παίξω πολύ για εσένα.”. Κι έτσι είναι. Οχι μόνο να παίξω, αλλά να είμαι έστω κάπου γύρω του. Τον αγαπώ, είναι φίλος μου , ήταν συγκάτοικος στο δωμάτιο όταν ήμασταν πιτσιρικάδες. Του είπα όμως ότι. ‘Θα ήμουν ανειλικρινής με τον εαυτό μου, αν δεχόμουν αυτή την πρόταση. Θα ένιωθα ότι κλέβω τα χρήματα κι ότι τα κερδίζω, διότι δεν αισθάνομαι πια το ίδιο πάθος. Πρέπει να σταματήσω για ένα χρόνιο, διότι όταν εγκαταλείψω την καριέρα μου δε θα ήθελα να το κάνω έχοντας μίσος για το μπάσκετ”. Το σεβάστηκε! Είχα λοιπόν τις ευκαιρίες μου να παίξω στην Ελλάδα, δεν ήρθα, αλλά δεν έχω παράπονο με την καριέρα μου”.
Ποιον τίτλο θα έβαζες σε αυτή τη συνέντευξη;
“Να είσαι όσο πιο φυσιολογικός γίνεται, περισσότερο από όλους τους άλλους”
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});